παράρρυμα
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
or παράρυμα, ατος, τό, (ἐρύω A)
A anything drawn along or over something:
1 leather or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, X.HG1.6.19, IG22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.Ath.5.208c (Casaubon for παρατρήματα), LXX Ex. 35.11.
2 π. ποδός covering for the foot, S.Fr.527.
3 pl., of fasteners for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. παραρραμμάτων).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
toile qu'on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger.
Étymologie: παρά, ῥύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
German (Pape)
[ῡ], τό, Alles, was man daneben od. an der Seite bes. zum Schutze vorzieht, bes. Decken von Leder od. Haaren, welche an den Seiten des Schiffes zum Schutze gegen feindliche Angriffe aufgehängt wurden, Xen. Hell. 1.6.19; vgl. Att. Seew. p. 159 und öfter, wo sowohl λευκά als τρίχινα erwähnt werden. Vgl. noch Moschion bei Ath. V.208c, wo die vulg. παρατρήματα keinen Sinn gibt. Vgl. παραβλήματα und παράρρυσις; – παράρρυμα ποδός, Soph. frg. 475 bei Hesych., entweder = ὑπόδημα, od. ein herunterhangender Teil des Kleides.
Russian (Dvoretsky)
παράρρῡμα: ατος τό
1 боковой корабельный щит (кожаный или волосяной, для защиты от неприятельских стрел) Xen.;
2 предполож. обувь или нижняя часть одежды (закрывающая ноги) Soph.
Greek (Liddell-Scott)
παράρρῡμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον παρά τι καὶ χρησιμεῦον ὡς παράφραγμα: 1) παραπέτασμα δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων χάριν προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ ταῦτα καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) παράρρυμα ποδός, κάλυμμα τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς κάλλος. τινὲς δὲ σχοινίον ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ ὑπόδημα».
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς της μπάντας
αρχ.
1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του
2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών
3. το δέσιμο τών επιδέσμων
4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].
Greek Monotonic
παράρρῡμα: -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο παραπέτασμα που απλώνεται στα πλευρά των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.
Middle Liddell
παράρ-ρῡμα, ατος, τό,
anything drawn along the side: a leather or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, Xen.