Anonymous

πατριώτης: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο ΝΜΑ, δωρ. τ. πατριώτας, θηλ. [[πατριῶτις]], Α, θηλ. πατριώτισσα Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συντοπίτης]], ο καταγόμενος από την [[ίδια]] [[χώρα]] ή [[πόλη]] ή [[χωριό]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που αγαπά την [[πατρίδα]] του, ο [[φιλόπατρις]]<br /><b>3.</b> <b>η κλητ.</b> <i>πατριώτη</i><br />ως [[προσφώνηση]] άγνωστου [[συνήθως]] προσώπου («[[γεια]] σου, πατριώτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] [[πατριός]]<br /><b>3.</b> ο [[εγχώριος]], αυτός που υπάρχει στην [[πατρίδα]] κάποιου («ἵπποι πατριῶται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά για τους βαρβάρους που είχαν μόνο [[κοινή]] [[πατρίδα]], σε [[αντίθεση]] με τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλη]] ελεύθερη και γι' αυτό ονομάζονταν <i>πολῑται</i>) [[συμπατριώτης]], αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον<br /><b>5.</b> το θηλ. [[πατριῶτις]]<br /><b>ως επίθ.</b> α) αυτή που ανήκει στην [[πατρίδα]] ή στον [[τόπο]] καταγωγής (α. «[[πατριῶτις]] γῆ» — η [[πατρίδα]], <b>Ευρ.</b><br />β. «[[πατριῶτις]] [[στολή]]» — η [[ενδυμασία]] του τόπου καταγωγής, <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ηλικι</i>-<i>ώτης</i>). Η λ. με τη σημ. «αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον, [[συμπατριώτης]]» χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] αναφορικά [[προς]] τους βαρβάρους, ενώ για τους κατοίκους της Ελλάδας, στην οποία ίσχυε το [[σύστημα]] [[πόλη]]-[[κράτος]], προτιμήθηκε ο όρος [[πολίτης]] / [[συμπολίτης]]. Με τη σημ. αυτή η λ. [[πατριώτης]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[πάτριος]].
|mltxt=ο ΝΜΑ, δωρ. τ. πατριώτας, θηλ. [[πατριῶτις]], Α, θηλ. πατριώτισσα Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συντοπίτης]], ο καταγόμενος από την [[ίδια]] [[χώρα]] ή [[πόλη]] ή [[χωριό]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που αγαπά την [[πατρίδα]] του, ο [[φιλόπατρις]]<br /><b>3.</b> <b>η κλητ.</b> <i>πατριώτη</i><br />ως [[προσφώνηση]] άγνωστου [[συνήθως]] προσώπου («[[γεια]] σου, πατριώτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] [[πατριός]]<br /><b>3.</b> ο [[εγχώριος]], αυτός που υπάρχει στην [[πατρίδα]] κάποιου («ἵπποι πατριῶται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά για τους βαρβάρους που είχαν μόνο [[κοινή]] [[πατρίδα]], σε [[αντίθεση]] με τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλη]] ελεύθερη και γι' αυτό ονομάζονταν <i>πολῑται</i>) [[συμπατριώτης]], αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον<br /><b>5.</b> το θηλ. [[πατριῶτις]]<br /><b>ως επίθ.</b> α) αυτή που ανήκει στην [[πατρίδα]] ή στον [[τόπο]] καταγωγής (α. «[[πατριῶτις]] γῆ» — η [[πατρίδα]], <b>Ευρ.</b><br />β. «[[πατριῶτις]] [[στολή]]» — η [[ενδυμασία]] του τόπου καταγωγής, <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ηλικι</i>-<i>ώτης</i>). Η λ. με τη σημ. «αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον, [[συμπατριώτης]]» χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] αναφορικά [[προς]] τους βαρβάρους, ενώ για τους κατοίκους της Ελλάδας, στην οποία ίσχυε το [[σύστημα]] [[πόλη]]-[[κράτος]], προτιμήθηκε ο όρος [[πολίτης]] / [[συμπολίτης]]. Με τη σημ. αυτή η λ. [[πατριώτης]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[πάτριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ.
}}
}}