Anonymous

πατριώτης: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ.
|lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πατριώτης:''' ου adj. m местный, туземный (ἵπποι Xen.).<br />ου ὁ соотечественник, земляк (πατριώτας [[ἀλλήλων]] εῖναι Plat.): Κιθαιρὼν π. Οἰδίπου Soph. родной Эдипу Киферон.
}}
}}