3,277,286
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ. | |lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πατριώτης:''' ου adj. m местный, туземный (ἵπποι Xen.).<br />ου ὁ соотечественник, земляк (πατριώτας [[ἀλλήλων]] εῖναι Plat.): Κιθαιρὼν π. Οἰδίπου Soph. родной Эдипу Киферон. | |||
}} | }} |