Anonymous

περιρρηδής: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα [[γύρω]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που πέφτει με [[ορμή]] [[μπροστά]] με το [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> [[επικλινής]], [[κατηφορικός]] και από τις δύο πλευρές του<br /><b>4.</b> ύπτιος, υπτιασμένος<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[περιρραγής]], [[περιρρυής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μορφή]] της λ. [[περιρρηδής]] μάς επιτρέπει να τήν θεωρήσουμε σύνθ. από την [[πρόθεση]] [[περί]] και ένα αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>σκελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]], <i>περι</i>-<i>δεής</i><span style="color: red;"><</span> [[δέος]]). Το αμάρτυρο αυτό ουσ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του επιθ. [[ῥαδινός]] «[[λεπτός]], [[ευκίνητος]], [[εύκαμπτος]]»].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα [[γύρω]] σε [[κάτι]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που πέφτει με [[ορμή]] [[μπροστά]] με το [[πρόσωπο]]<br /><b>3.</b> [[επικλινής]], [[κατηφορικός]] και από τις δύο πλευρές του<br /><b>4.</b> ύπτιος, υπτιασμένος<br /><b>5.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[περιρραγής]], [[περιρρυής]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[μορφή]] της λ. [[περιρρηδής]] μάς επιτρέπει να τήν θεωρήσουμε σύνθ. από την [[πρόθεση]] [[περί]] και ένα αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>σκελής</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]], <i>περι</i>-<i>δεής</i><span style="color: red;"><</span> [[δέος]]). Το αμάρτυρο αυτό ουσ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του επιθ. [[ῥαδινός]] «[[λεπτός]], [[ευκίνητος]], [[εύκαμπτος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]).
}}
}}