Anonymous

περιρρηδής: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]).
|lsmtext='''περιρρηδής:''' -ές, αυτός που πέφτει [[ανεστραμμένος]] γύρω από ή πάνω σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., <i>περιρρηδὴς τραπέζῃ</i>, σε Ομήρ. Οδ. (Η προέλ. του <i>-ρηδης</i> είναι αμφίβ.· πιθ. από [[ῥέω]]).
}}
{{elnl
|elnltext=περιρρηδής -ές [περί, ~ ῥαδινός] struikelend, wegglijdend.
}}
}}