Anonymous

περικήδομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[περικάδομαι]] Α<br />[[φροντίζω]] και [[ανησυχώ]] [[πάρα]] πολύ για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]]»].
|mltxt=και δωρ. τ. [[περικάδομαι]] Α<br />[[φροντίζω]] και [[ανησυχώ]] [[πάρα]] πολύ για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κήδομαι]] «[[φροντίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}