3,270,297
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''περικήδομαι:''' αποθ. μόνο στον ενεστ., [[φροντίζω]] υπερβολικά ένα [[πρόσωπο]], με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· <i>περικήδομαί τινι βιότου</i>, [[προσέχω]] την [[ζωή]] κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-κήδομαι, Dor. περικᾱ́δομαι, imperf. 3 sing. περικήδετο, zich bekommeren om, met gen.: οἱ βιότου περικήδετο hij zorgde voor zijn levende have Od. 14.527. | |||
}} | }} |