Anonymous

πηδάλιον: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πηδαλίου, τό (from πηδον the [[blade]] of an [[oar]], an [[oar]]), from [[Homer]] [[down]], a [[ship]]'s [[rudder]] :. B. D., [[under]] the [[word]], Ship (2); cf. Graser, Das Seewesen des Alterthums, in the Philologus for 1865, p. 266f); James 3:4.
|txtha=πηδαλίου, τό (from πηδον the [[blade]] of an [[oar]], an [[oar]]), from [[Homer]] [[down]], a [[ship]]'s [[rudder]] :. B. D., [[under]] the [[word]], Ship (2); cf. Graser, Das Seewesen des Alterthums, in the Philologus for 1865, p. 266f); James 3:4.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηδάλιον:''' τό ([[πηδός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδάλιο]] ή [[κουπί]] που χρησιμ. στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] από τον Όμηρο, ελληνικό [[πλοίο]] που είχε [[συνήθως]] [[δύο]] <i>πηδάλια</i> που ενώνονταν με ξύλα εγκάρσια (<i>ζεῦγλαι</i>) και χειριζόταν με [[χειρολαβή]] ή [[λαγουδέρα]] ([[οἴαξ]]).<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἱππικὰ πηδάλια</i>, λέγεται για χαλινάρια, σε Αισχύλ.· <i>πηδαλίῳ δικαίῳ νωμᾶν στρατόν</i>, σε Πίνδ.· <i>τὰ πηδάλια τῆς διανοίας</i>, σε Πλάτ.
}}
}}