Anonymous

πηδάλιον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηδάλιον:''' τό ([[πηδός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδάλιο]] ή [[κουπί]] που χρησιμ. στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] από τον Όμηρο, ελληνικό [[πλοίο]] που είχε [[συνήθως]] [[δύο]] <i>πηδάλια</i> που ενώνονταν με ξύλα εγκάρσια (<i>ζεῦγλαι</i>) και χειριζόταν με [[χειρολαβή]] ή [[λαγουδέρα]] ([[οἴαξ]]).<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἱππικὰ πηδάλια</i>, λέγεται για χαλινάρια, σε Αισχύλ.· <i>πηδαλίῳ δικαίῳ νωμᾶν στρατόν</i>, σε Πίνδ.· <i>τὰ πηδάλια τῆς διανοίας</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''πηδάλιον:''' τό ([[πηδός]])·<br /><b class="num">1.</b> [[πηδάλιο]] ή [[κουπί]] που χρησιμ. στην πηδαλιούχηση, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] από τον Όμηρο, ελληνικό [[πλοίο]] που είχε [[συνήθως]] [[δύο]] <i>πηδάλια</i> που ενώνονταν με ξύλα εγκάρσια (<i>ζεῦγλαι</i>) και χειριζόταν με [[χειρολαβή]] ή [[λαγουδέρα]] ([[οἴαξ]]).<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἱππικὰ πηδάλια</i>, λέγεται για χαλινάρια, σε Αισχύλ.· <i>πηδαλίῳ δικαίῳ νωμᾶν στρατόν</i>, σε Πίνδ.· <i>τὰ πηδάλια τῆς διανοίας</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πηδάλιον:''' (ᾰ) τό<b class="num">1)</b> кормовое весло, кормило: πηδαλίων [[οἴαξ]] Plat. рукоять кормила; π. κρεμάσαι Arph. повесить кормовое весло, т. е. оставить жизнь морехода;<br /><b class="num">2)</b> перен. pl. бразды (ἱππικὰ πηδάλια Aesch.; τὰ πηδάλια τῆς διανοίας Plat.).
}}
}}