Anonymous

πέλεκυς: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έκεως, ο, ΝΜΑ, ιων. γεν. -εος, σπαν. και -υος, Α<br />κοφτερό [[εργαλείο]] το οποίο αποτελείται από μεταλλική σφηνοειδή [[λεπίδα]] ακονισμένη στο ένα [[άκρο]] ή και στα δύο [[άκρα]] και προσαρμοσμένη σε [[στειλιάρι]], σε μακρύ [[ξύλο]], το [[τσεκούρι]] (α. «ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐ δόρασι μάχεσθαι ἀλλὰ καὶ πελέκεσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ο [[πέλεκυς]] της δικαιοσύνης» — η [[τιμωρός]] [[δύναμη]] της δικαιοσύνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμβολο]] του άκαμπτου χαρακτήρα («[[αἰεί]] τοι [[κραδίη]] [[πέλεκυς]] ὥς ἐστιν [[ἀτειρής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] που μοιάζει με διπλό [[πέλεκυ]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] νομίσματος της Κύπρου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸς [[πέλεκυς]]» — [[φράση]] που λεγόταν σε κάποιο [[παιχνίδι]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[Τενέδιος]] πέ λεκυς» — λεγόταν για αμερόληπτη και αυστηρή [[απονομή]] δικαιοσύνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ακριβής]] [[αντιστοιχία]] του τ. [[πέλεκυς]] με το αρχ. ινδ. <i>paraśu</i>- «[[πέλεκυς]]» και η [[απουσία]] από την Ινδοευρωπαϊκή αντίστοιχου τ. οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι οι τ. [[είναι]] παράλληλα δάνεια από μια [[γλώσσα]] μη Ινδοευρωπαϊκή, πιθ. την Ακκαδική (<b>πρβλ.</b> ακκαδ. <i>pilakku</i>). Η [[αναγωγή]], [[ωστόσο]], τών τ. στο ακκαδ. <i>pilakku</i> παρουσιάζει σημασιολογικό [[πρόβλημα]], [[αφού]] ο ακκαδ. τ. δεν σημαίνει «[[πέλεκυς]]» [[αλλά]] «[[άτρακτος]], [[αδράχτι]]»].
|mltxt=-έκεως, ο, ΝΜΑ, ιων. γεν. -εος, σπαν. και -υος, Α<br />κοφτερό [[εργαλείο]] το οποίο αποτελείται από μεταλλική σφηνοειδή [[λεπίδα]] ακονισμένη στο ένα [[άκρο]] ή και στα δύο [[άκρα]] και προσαρμοσμένη σε [[στειλιάρι]], σε μακρύ [[ξύλο]], το [[τσεκούρι]] (α. «ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οὐ δόρασι μάχεσθαι ἀλλὰ καὶ πελέκεσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ο [[πέλεκυς]] της δικαιοσύνης» — η [[τιμωρός]] [[δύναμη]] της δικαιοσύνης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμβολο]] του άκαμπτου χαρακτήρα («[[αἰεί]] τοι [[κραδίη]] [[πέλεκυς]] ὥς ἐστιν [[ἀτειρής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> γεωμετρικό [[σχήμα]] που μοιάζει με διπλό [[πέλεκυ]]<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> [[είδος]] νομίσματος της Κύπρου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἀσκὸς [[πέλεκυς]]» — [[φράση]] που λεγόταν σε κάποιο [[παιχνίδι]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «[[Τενέδιος]] πέ λεκυς» — λεγόταν για αμερόληπτη και αυστηρή [[απονομή]] δικαιοσύνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[ακριβής]] [[αντιστοιχία]] του τ. [[πέλεκυς]] με το αρχ. ινδ. <i>paraśu</i>- «[[πέλεκυς]]» και η [[απουσία]] από την Ινδοευρωπαϊκή αντίστοιχου τ. οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι οι τ. [[είναι]] παράλληλα δάνεια από μια [[γλώσσα]] μη Ινδοευρωπαϊκή, πιθ. την Ακκαδική (<b>πρβλ.</b> ακκαδ. <i>pilakku</i>). Η [[αναγωγή]], [[ωστόσο]], τών τ. στο ακκαδ. <i>pilakku</i> παρουσιάζει σημασιολογικό [[πρόβλημα]], [[αφού]] ο ακκαδ. τ. δεν σημαίνει «[[πέλεκυς]]» [[αλλά]] «[[άτρακτος]], [[αδράχτι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέλεκῠς:''' -εως Ιων. -εος, ὁ· δοτ. πληθ. [[πελέκεσι]], Επικ. <i>πελέκεσσι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τσεκούρι]] με [[δύο]] άκρες για υλοτομικές εργασίες, αντίθ. προς το <i>ἡμιπέλεκον</i>, σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ιερός]] [[πέλεκυς]], σε Όμηρ. Το ότι δεν ήταν [[κυρίως]] όπλο μάχης φαίνεται από τη [[φράση]], <i>οὐ δόρασι μάχεσθαι</i>, ἀλλὰ καὶ [[πελέκεσι]], [[μάχομαι]] όχι μόνο με δόρατα, [[αλλά]] και με κοινούς πέλεκεις, δηλ. με όλες τις δυνάμεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στους Χαρακτ. του Θεοφρ. [[πέλεκυς]], ως παιδικό [[παρωνύμιο]] ([[παρατσούκλι]]), φαίνεται να σήμαινε «κοφτερή [[λεπίδα]], [[ξυράφι]]».
}}
}}