Anonymous

πέλεκυς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέλεκῠς:''' -εως Ιων. -εος, ὁ· δοτ. πληθ. [[πελέκεσι]], Επικ. <i>πελέκεσσι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τσεκούρι]] με [[δύο]] άκρες για υλοτομικές εργασίες, αντίθ. προς το <i>ἡμιπέλεκον</i>, σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ιερός]] [[πέλεκυς]], σε Όμηρ. Το ότι δεν ήταν [[κυρίως]] όπλο μάχης φαίνεται από τη [[φράση]], <i>οὐ δόρασι μάχεσθαι</i>, ἀλλὰ καὶ [[πελέκεσι]], [[μάχομαι]] όχι μόνο με δόρατα, [[αλλά]] και με κοινούς πέλεκεις, δηλ. με όλες τις δυνάμεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στους Χαρακτ. του Θεοφρ. [[πέλεκυς]], ως παιδικό [[παρωνύμιο]] ([[παρατσούκλι]]), φαίνεται να σήμαινε «κοφτερή [[λεπίδα]], [[ξυράφι]]».
|lsmtext='''πέλεκῠς:''' -εως Ιων. -εος, ὁ· δοτ. πληθ. [[πελέκεσι]], Επικ. <i>πελέκεσσι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τσεκούρι]] με [[δύο]] άκρες για υλοτομικές εργασίες, αντίθ. προς το <i>ἡμιπέλεκον</i>, σε Όμηρ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ιερός]] [[πέλεκυς]], σε Όμηρ. Το ότι δεν ήταν [[κυρίως]] όπλο μάχης φαίνεται από τη [[φράση]], <i>οὐ δόρασι μάχεσθαι</i>, ἀλλὰ καὶ [[πελέκεσι]], [[μάχομαι]] όχι μόνο με δόρατα, [[αλλά]] και με κοινούς πέλεκεις, δηλ. με όλες τις δυνάμεις, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> στους Χαρακτ. του Θεοφρ. [[πέλεκυς]], ως παιδικό [[παρωνύμιο]] ([[παρατσούκλι]]), φαίνεται να σήμαινε «κοφτερή [[λεπίδα]], [[ξυράφι]]».
}}
{{elru
|elrutext='''πέλεκῠς:''' εως, ион. εος ὁ (dat. pl. [[πελέκεσι]] - эп. πελέκεσσι) секира, топор (πελέκεσσι μάχεσθαι Hom.; π. [[ξυλοκόπος]] Xen.).
}}
}}