Anonymous

περιεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[περιεργάζω]] Μ [[περίεργος]]<br />[[ερευνώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά (α. «[[περιεργάζομαι]] το [[κόσμημα]]» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[περιεργάζω]]<br />[[αναζητώ]] προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπιάζω]] υπερβολικά, [[καταγίνομαι]] σε [[κάτι]] με πολύ κόπο («Σωκράτην περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρομαι]] [[πάρα]] πολύ για [[κάτι]] («αἱ μέλιτται περιεργάζονται τὸ [[παιδίον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[εξετάζω]] από [[περιέργεια]], [[επεμβαίνω]] στις υποθέσεις τών άλλων («ἐπὶ δὲ τῶν περιεργαζομένων τι καὶ [[κοινῇ]] [[πάντα]] ἐνοχλούντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[ασκώ]] (α. «μὴ μαντεῑα περιεργάζεσθαι», Ευσ. β. «Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργαζομένων ὀρνίθων πτῆσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] μάταιες προσπάθειες («[[περιεργάζομαι]] τῷ οἰκιδίῳ» — [[μάταια]] [[δαπανώ]] για το [[σπίτι]], Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[διαπραγματεύομαι]] την [[τιμή]] («[[περιεργάζομαι]] [[περί]] τῆς [[τιμῆς]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για ουσίες) [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[περιεργάζω]] Μ [[περίεργος]]<br />[[ερευνώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά (α. «[[περιεργάζομαι]] το [[κόσμημα]]» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ενεργ.</b> [[περιεργάζω]]<br />[[αναζητώ]] προσεκτικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοπιάζω]] υπερβολικά, [[καταγίνομαι]] σε [[κάτι]] με πολύ κόπο («Σωκράτην περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδιαφέρομαι]] [[πάρα]] πολύ για [[κάτι]] («αἱ μέλιτται περιεργάζονται τὸ [[παιδίον]]», Φιλόστρ.)<br /><b>3.</b> [[εξετάζω]] από [[περιέργεια]], [[επεμβαίνω]] στις υποθέσεις τών άλλων («ἐπὶ δὲ τῶν περιεργαζομένων τι καὶ [[κοινῇ]] [[πάντα]] ἐνοχλούντων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]], [[ασκώ]] (α. «μὴ μαντεῑα περιεργάζεσθαι», Ευσ. β. «Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργαζομένων ὀρνίθων πτῆσιν», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]] μάταιες προσπάθειες («[[περιεργάζομαι]] τῷ οἰκιδίῳ» — [[μάταια]] [[δαπανώ]] για το [[σπίτι]], Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[διαπραγματεύομαι]] την [[τιμή]] («[[περιεργάζομαι]] [[περί]] τῆς [[τιμῆς]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για ουσίες) [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιεργάζομαι:''' μέλ. <i>-εργάσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[κοπιάζω]] περισσότερο απ' όσο πρέπει σχετικά με [[κάτι]], [[δαπανώ]] κόπο γι' αυτό, με μτχ., [[Σωκράτης]] περιεργάζεται ζητῶν, σε Πλάτ.· περιείργασμαι περὶ τούτων [[εἰπών]], σε Δημ.· με δοτ. τρόπου, <i>τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι</i>, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>οὐδὲ περιείργασται</i>, δεν υπάρχει [[τίποτα]] περιττό, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[περίεργος]], ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων, σε Δημ.
}}
}}