Anonymous

περιεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιεργάζομαι:''' μέλ. <i>-εργάσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[κοπιάζω]] περισσότερο απ' όσο πρέπει σχετικά με [[κάτι]], [[δαπανώ]] κόπο γι' αυτό, με μτχ., [[Σωκράτης]] περιεργάζεται ζητῶν, σε Πλάτ.· περιείργασμαι περὶ τούτων [[εἰπών]], σε Δημ.· με δοτ. τρόπου, <i>τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι</i>, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>οὐδὲ περιείργασται</i>, δεν υπάρχει [[τίποτα]] περιττό, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[περίεργος]], ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων, σε Δημ.
|lsmtext='''περιεργάζομαι:''' μέλ. <i>-εργάσομαι</i>, παρακ. <i>-είργασμαι</i>· αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> [[κοπιάζω]] περισσότερο απ' όσο πρέπει σχετικά με [[κάτι]], [[δαπανώ]] κόπο γι' αυτό, με μτχ., [[Σωκράτης]] περιεργάζεται ζητῶν, σε Πλάτ.· περιείργασμαι περὶ τούτων [[εἰπών]], σε Δημ.· με δοτ. τρόπου, <i>τῷ θυλάκῳ περιειργάσθαι</i>, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. [[σημασία]], <i>οὐδὲ περιείργασται</i>, δεν υπάρχει [[τίποτα]] περιττό, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> είμαι [[περίεργος]], ανακατεύομαι σε υποθέσεις άλλων, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιεργάζομαι:''' <b class="num">1)</b> попусту усердствовать, делать (что-л.) зря (μηδὲν ἐργάζεσθαι, ἀλλὰ π. NT): περιεργάζοντο δοκέοντες Her. они напрасно думают, (будто); [[καινόν]] τι π. Arph. (зря) хлопотать о новшествах; [[Σωκράτης]] περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ [[ἐπουράνια]] Plat. (обвинители говорят, что) Сократ занимается бессмысленными исследованиями того, что (творится) и под землей, и в небесах; π. τοῖς σημείοις Arst. (об актерах) делать излишние движения, т. е. переигрывать;<br /><b class="num">2)</b> заниматься чужими делами: τὰ κατὰ τὴν Ἰταλίαν π. Polyb. вмешиваться в дела Италии.
}}
}}