Anonymous

πεφυκότως: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[φυσικά]], με [[φυσικότητα]] («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ [[πεφυκότως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παρακμ. <i>πεφυκώς</i>, -<i>ότος</i> του <i>φύω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεφῡκότως:''' επίρρ. του [[πέφυκα]], [[φυσικά]], σε Αριστ.
}}
}}