Anonymous

πεφυκότως: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεφῡκότως:''' επίρρ. του [[πέφυκα]], [[φυσικά]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πεφῡκότως:''' επίρρ. του [[πέφυκα]], [[φυσικά]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πεφυκότως:''' естественно, натурально (μὴ [[πεπλασμένως]], ἀλλὰ π. Arst.).
}}
}}