Anonymous

περαίτερος: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από κάποιον, ο [[παραπέρα]] («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>περαίτερον</i><br /><b>μτφ.</b> καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητ., από τον συγκρ. [[περαιτέρω]] του [[πέρα]].
|mltxt=-[[τέρα]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από κάποιον, ο [[παραπέρα]] («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>περαίτερον</i><br /><b>μτφ.</b> καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί υποχωρητ., από τον συγκρ. [[περαιτέρω]] του [[πέρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περαίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. (πέρα)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται πιο πέρα, <i>ὁδοὶ περαίτεραι</i>, δρόμοι που οδηγούν [[παραπέρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[περαιτέρω]], πιο πέρα, σε Ευρ.· καὶ [[ἔτι]] [[περαίτερος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[τῶνδε]] καὶ [[περαίτερος]], σε Αισχύλ.· [[περαίτερος]] τοῦ μετρίου, σε Ξεν.· και απόλ. [[περαίτερος]] (ενν. <i>τοῦ δέοντος</i>), αυτά που έχουν γίνει [[πέραν]] [[αυτού]] που αρμόζει, [[πολύ]] [[μακριά]] από αυτό, σε Σοφ.
}}
}}