Anonymous

περαίτερος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περαίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. (πέρα)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται πιο πέρα, <i>ὁδοὶ περαίτεραι</i>, δρόμοι που οδηγούν [[παραπέρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[περαιτέρω]], πιο πέρα, σε Ευρ.· καὶ [[ἔτι]] [[περαίτερος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[τῶνδε]] καὶ [[περαίτερος]], σε Αισχύλ.· [[περαίτερος]] τοῦ μετρίου, σε Ξεν.· και απόλ. [[περαίτερος]] (ενν. <i>τοῦ δέοντος</i>), αυτά που έχουν γίνει [[πέραν]] [[αυτού]] που αρμόζει, [[πολύ]] [[μακριά]] από αυτό, σε Σοφ.
|lsmtext='''περαίτερος:''' -α, -ον, συγκρ. επίθ. (πέρα)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται πιο πέρα, <i>ὁδοὶ περαίτεραι</i>, δρόμοι που οδηγούν [[παραπέρα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ. [[περαιτέρω]], πιο πέρα, σε Ευρ.· καὶ [[ἔτι]] [[περαίτερος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[τῶνδε]] καὶ [[περαίτερος]], σε Αισχύλ.· [[περαίτερος]] τοῦ μετρίου, σε Ξεν.· και απόλ. [[περαίτερος]] (ενν. <i>τοῦ δέοντος</i>), αυτά που έχουν γίνει [[πέραν]] [[αυτού]] που αρμόζει, [[πολύ]] [[μακριά]] από αυτό, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''περαίτερος:''' [compar. к [[πέρα]] II] ведущий дальше (ὁδοί Pind.).
}}
}}