Anonymous

περικείρω: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[κουρεύω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φονεύω]], [[αποδεκατίζω]] («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]] («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> κατασκάβω, [[κατακρημνίζω]] («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. θηλ. ως κύριο όν.) <i>Περικειρομένη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Μενάνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[κουρεύω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[φονεύω]], [[αποδεκατίζω]] («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]] («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> κατασκάβω, [[κατακρημνίζω]] («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. θηλ. ως κύριο όν.) <i>Περικειρομένη</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Μενάνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κείρω]] «[[κουρεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικείρω:''' μέλ. -[[κερῶ]], [[κουρεύω]] ή [[ψαλιδίζω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>περικείρεσθαι [[τρίχας]]</i>, έχω τα μαλλιά μου κομμένα, στον ίδ.
}}
}}