3,270,297
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικείρω:''' μέλ. -[[κερῶ]], [[κουρεύω]] ή [[ψαλιδίζω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>περικείρεσθαι [[τρίχας]]</i>, έχω τα μαλλιά μου κομμένα, στον ίδ. | |lsmtext='''περικείρω:''' μέλ. -[[κερῶ]], [[κουρεύω]] ή [[ψαλιδίζω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>περικείρεσθαι [[τρίχας]]</i>, έχω τα μαλλιά μου κομμένα, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικείρω:''' обстригать (τὴν κόμην Her.; τὴν κεφαλήν Plut.; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc.). | |||
}} | }} |