Anonymous

πετεινός: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πετεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[πτηνός]], -ή, -όν, ΜΑ, και ποιητ. τ. [[πετεεινός]] και [[πετεηνός]] και [[πετηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>φρ.</b> «τα πετεινά του ουρανού» — τα πτηνά, τα πουλιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επικρουστήρας]] τών παλαιών κυνηγετικών και στρατιωτικών πυροβόλων όπλων, αλλ. [[κόκορας]], [[λύκος]] ή [[σφύρα]]<br /><b>2.</b> η [[παπαρούνα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το [[αρσενικό]] τών ορνιθόμορφων πτηνών, ο [[αλέκτωρ]], ο [[κόκορας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πετεινόν</i><br />το [[πτηνό]], το [[πουλί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φτερά και πετάει, ιπτάμενος (α. «πετηνῶν... ὑπ' οἰωνῶν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πετηνοῑς γυψί», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πετεινὸς [[ἵππος]]», Μέν.<br />δ. «[[αἰετός]]... τελειότατος πετεινῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να πετάξει («[[πάρος]] πετεεινά [[γενέσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πετεινός]] παράγεται από το ρ. [[πέτομαι]] «[[πετώ]]». Η [[μορφή]] της λ. θα επέτρεπε την [[αναγωγή]] της σε ένα ουδ. <i>πέτος</i> (<i>με</i> θ. σε -<i>σ</i>-). Η ύπαρξη, όμως, ενός τέτοιου τ. παραμένει ανεπιβεβαίωτη, [[μολονότι]] και τα συνθ. σε -<i>πετής</i> θα μπορούσαν να προέρχονται από τ. <i>πέτος</i>. Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. [[πετεινός]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] (πιθ. [[κατά]] τα επίθ. <i>ὀρ</i>-<i>εινός</i>, <i>φα</i>-<i>εινός</i>). Ωστόσο, παραμένει [[άγνωστος]] ο [[ακριβής]] [[τρόπος]] παραγωγής της λ. Ο τ. <i>πετ</i>-<i>ηνός</i> έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το <i>πτ</i>-<i>ηνός</i>, ενώ ο τ. [[πετεηνός]] [[είναι]] [[ποιητικός]] για μετρικούς λόγους].
|mltxt=ο / [[πετεινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[πτηνός]], -ή, -όν, ΜΑ, και ποιητ. τ. [[πετεεινός]] και [[πετεηνός]] και [[πετηνός]], -ή, -όν, Α<br /><b>φρ.</b> «τα πετεινά του ουρανού» — τα πτηνά, τα πουλιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επικρουστήρας]] τών παλαιών κυνηγετικών και στρατιωτικών πυροβόλων όπλων, αλλ. [[κόκορας]], [[λύκος]] ή [[σφύρα]]<br /><b>2.</b> η [[παπαρούνα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το [[αρσενικό]] τών ορνιθόμορφων πτηνών, ο [[αλέκτωρ]], ο [[κόκορας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πετεινόν</i><br />το [[πτηνό]], το [[πουλί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει φτερά και πετάει, ιπτάμενος (α. «πετηνῶν... ὑπ' οἰωνῶν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «πετηνοῑς γυψί», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πετεινὸς [[ἵππος]]», Μέν.<br />δ. «[[αἰετός]]... τελειότατος πετεινῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να πετάξει («[[πάρος]] πετεεινά [[γενέσθαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πετεινός]] παράγεται από το ρ. [[πέτομαι]] «[[πετώ]]». Η [[μορφή]] της λ. θα επέτρεπε την [[αναγωγή]] της σε ένα ουδ. <i>πέτος</i> (<i>με</i> θ. σε -<i>σ</i>-). Η ύπαρξη, όμως, ενός τέτοιου τ. παραμένει ανεπιβεβαίωτη, [[μολονότι]] και τα συνθ. σε -<i>πετής</i> θα μπορούσαν να προέρχονται από τ. <i>πέτος</i>. Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η [[άποψη]] ότι η λ. [[πετεινός]] [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] (πιθ. [[κατά]] τα επίθ. <i>ὀρ</i>-<i>εινός</i>, <i>φα</i>-<i>εινός</i>). Ωστόσο, παραμένει [[άγνωστος]] ο [[ακριβής]] [[τρόπος]] παραγωγής της λ. Ο τ. <i>πετ</i>-<i>ηνός</i> έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το <i>πτ</i>-<i>ηνός</i>, ενώ ο τ. [[πετεηνός]] [[είναι]] [[ποιητικός]] για μετρικούς λόγους].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πετεινός:''' -ή, -όν, Επικ. [[πετεηνός]],· ο [[ικανός]] να πετάξει, ο [[φτερωτός]], αυτός που έχει φτερά σε πλήρη [[ανάπτυξη]] ώστε να [[πετά]], λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, [[ικανός]] να πετάξει, [[φτερωτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>πετεηνά</i>, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, <i>τὰ πετεινά</i>, τα πουλιά, σε Ηρόδ.
}}
}}