3,274,873
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πετεινός:''' -ή, -όν, Επικ. [[πετεηνός]],· ο [[ικανός]] να πετάξει, ο [[φτερωτός]], αυτός που έχει φτερά σε πλήρη [[ανάπτυξη]] ώστε να [[πετά]], λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, [[ικανός]] να πετάξει, [[φτερωτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>πετεηνά</i>, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, <i>τὰ πετεινά</i>, τα πουλιά, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''πετεινός:''' -ή, -όν, Επικ. [[πετεηνός]],· ο [[ικανός]] να πετάξει, ο [[φτερωτός]], αυτός που έχει φτερά σε πλήρη [[ανάπτυξη]] ώστε να [[πετά]], λέγεται για τους νεοσσούς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πτηνά γενικά, [[ικανός]] να πετάξει, [[φτερωτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>πετεηνά</i>, πτηνά με φτερά, στο ίδ.· ομοίως, <i>τὰ πετεινά</i>, τα πουλιά, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πετεινός en πετηνός -ή -όν, poët. πετεεινός en πετεηνός [πέτομαι] gevleugeld, in staat te vliegen:; τέκνα... πάρος πετεηνὰ γενέσθαι voordat de jongen in staat waren te vliegen Od. 16.218; πετεινὸς ἵππος gevleugeld paard Men. Peric. 772; subst. τὸ πετεινόν, meestal plur., gevleugelde dieren, vogels. | |||
}} | }} |