Anonymous

πεδινός: Difference between revisions

From LSJ
5
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πεδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, [[πεδεινός]] και [[πεδιεινός]], -ή, -όν, Α<br />(για [[έκταση]]) αυτός που μοιάζει στην [[ομαλότητα]] με [[πεδιάδα]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πεδιάδα]] (α. «πεδινό [[κλίμα]]» β. «πεδινό [[πυροβολικό]]» — [[πυροβολικό]] προορισμένο να δρα στις πεδιάδες<br />γ. «πεδινές καλλιέργειες»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) «οι Πεδινοί»<br />(νεώτ. ιστ.) ελληνικό πολιτικό [[κόμμα]] που διαμορφώθηκε [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών [[εργασιών]] της Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη [[μετά]] την [[έξωση]] του βασιλιά Όθωνος υπό την [[ηγεσία]] του Δ. Βούλγαρη, [[προσωνυμία]], όπως και τών αντιπάλων «Ορεινών», που προέρχεται από τις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις οι οποίες σχηματίστηκαν στη Γαλλία [[μετά]] τη Γαλλική Επανάσταση του 1789<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώρα]]) αυτή που έχει πολλές πεδιάδες, που το μεγαλύτερο [[μέρος]] της αποτελείται από πεδιάδες<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στην [[πεδιάδα]], [[καμπήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πεδιεινός]] [[είναι]] ο αρχαιότερος και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πεδίον]] [[κατά]] το <i>ὀρ</i>-<i>εινός</i>, ενώ οι τ. [[πεδεινός]] και [[πεδινός]] [[είναι]] υστερογενείς σχηματισμοί].
|mltxt=-ή, -ό / [[πεδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, [[πεδεινός]] και [[πεδιεινός]], -ή, -όν, Α<br />(για [[έκταση]]) αυτός που μοιάζει στην [[ομαλότητα]] με [[πεδιάδα]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πεδιάδα]] (α. «πεδινό [[κλίμα]]» β. «πεδινό [[πυροβολικό]]» — [[πυροβολικό]] προορισμένο να δρα στις πεδιάδες<br />γ. «πεδινές καλλιέργειες»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) «οι Πεδινοί»<br />(νεώτ. ιστ.) ελληνικό πολιτικό [[κόμμα]] που διαμορφώθηκε [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών [[εργασιών]] της Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη [[μετά]] την [[έξωση]] του βασιλιά Όθωνος υπό την [[ηγεσία]] του Δ. Βούλγαρη, [[προσωνυμία]], όπως και τών αντιπάλων «Ορεινών», που προέρχεται από τις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις οι οποίες σχηματίστηκαν στη Γαλλία [[μετά]] τη Γαλλική Επανάσταση του 1789<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώρα]]) αυτή που έχει πολλές πεδιάδες, που το μεγαλύτερο [[μέρος]] της αποτελείται από πεδιάδες<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στην [[πεδιάδα]], [[καμπήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πεδιεινός]] [[είναι]] ο αρχαιότερος και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πεδίον]] [[κατά]] το <i>ὀρ</i>-<i>εινός</i>, ενώ οι τ. [[πεδεινός]] και [[πεδινός]] [[είναι]] υστερογενείς σχηματισμοί].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεδῐνός:''' -ή, -όν ([[πεδίον]]),<br /><b class="num">I.</b> [[επίπεδος]], [[ισόπεδος]], σε Ηρόδ.· συγκρ. <i>πεδινώτερος</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω σε [[πεδιάδα]], σε Ξεν.
}}
}}