Anonymous

περιημεκτέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἡμεκτέω]].
|btext=-ῶ :<br />être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἡμεκτέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.).
}}
}}