3,277,241
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.). | |lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιημεκτέω:''' <b class="num">1)</b> сильно страдать, быть подавленным (τῇ συμφορῇ Her.);<br /><b class="num">2)</b> быть возмущенным (τῇ ἀπάτῃ Her.);<br /><b class="num">3)</b> досадовать: π. ἐκπεφευγότων Her. досадовать на то, что (враги) убежали. | |||
}} | }} |