Anonymous

περιημεκτέω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.).
|lsmtext='''περιημεκτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, [[δυσφορώ]] υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., [[αγανακτώ]] με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το <i>-[[ημεκτέω]]</i> είναι αμφίβ.).
}}
{{elru
|elrutext='''περιημεκτέω:''' <b class="num">1)</b> сильно страдать, быть подавленным (τῇ συμφορῇ Her.);<br /><b class="num">2)</b> быть возмущенным (τῇ ἀπάτῃ Her.);<br /><b class="num">3)</b> досадовать: π. ἐκπεφευγότων Her. досадовать на то, что (враги) убежали.
}}
}}