Anonymous

πλουτογαθής: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πλουταγαθής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται με τα πλούτη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονα πλούτη, [[πάμπλουτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γᾱθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]]<span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελι</i>-<i>γαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>γαθής</i>].
|mltxt=και [[πλουταγαθής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται με τα πλούτη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονα πλούτη, [[πάμπλουτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γᾱθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]]<span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελι</i>-<i>γαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>γαθής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλουτογᾱθής:''' -ές, Δωρ. αντί <i>-γηθής</i> ([[γηθέω]]), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
}}
}}