Anonymous

πλῆκτρον: Difference between revisions

From LSJ
6
(eksahir)
(6)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[plectro]]
|esgtx=[[plectro]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλῆκτρον:''' Δωρ. [[πλᾶκτρον]], τό ([[πλήσσω]]), αυτό με το οποίο [[κάποιος]] χτυπά,<br /><b class="num">1.</b> όργανο με το οποίο κρούει [[κάποιος]] τις χορδές της λύρας, [[πλήκτρο]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αιχμή]] [[δόρατος]], [[πλῆκτρον]] διόβολον, λέγεται για την [[αστραπή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> κεντρικό [[νύχι]] του πετεινού, Λατ. [[calcar]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[κουπί]] ή [[κώπη]], σε Ηρόδ.
}}
}}