Anonymous

πλῆκτρον: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλῆκτρον:''' Δωρ. [[πλᾶκτρον]], τό ([[πλήσσω]]), αυτό με το οποίο [[κάποιος]] χτυπά,<br /><b class="num">1.</b> όργανο με το οποίο κρούει [[κάποιος]] τις χορδές της λύρας, [[πλήκτρο]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αιχμή]] [[δόρατος]], [[πλῆκτρον]] διόβολον, λέγεται για την [[αστραπή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> κεντρικό [[νύχι]] του πετεινού, Λατ. [[calcar]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[κουπί]] ή [[κώπη]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πλῆκτρον:''' Δωρ. [[πλᾶκτρον]], τό ([[πλήσσω]]), αυτό με το οποίο [[κάποιος]] χτυπά,<br /><b class="num">1.</b> όργανο με το οποίο κρούει [[κάποιος]] τις χορδές της λύρας, [[πλήκτρο]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αιχμή]] [[δόρατος]], [[πλῆκτρον]] διόβολον, λέγεται για την [[αστραπή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> κεντρικό [[νύχι]] του πετεινού, Λατ. [[calcar]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[κουπί]] ή [[κώπη]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλῆκτρον:''' дор. [[πλᾶκτρον]] τό<br /><b class="num">1)</b> муз. плектр (палочка, которой ударяли по струнам): κιθάραν πλήκτρῳ ἐλαύνειν Eur. бряцать на кифаре плектром;<br /><b class="num">2)</b> удар (πυρὸς κεραυνίου Eur.);<br /><b class="num">3)</b> острый выступ, шпора (τῶν ὀρνίθων Arph., Arst.);<br /><b class="num">4)</b> острие копья Soph.;<br /><b class="num">5)</b> весло с широкой лопастью, гребок Her.
}}
}}