Anonymous

πλωΐζω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλέω]]<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] διά θαλάσσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλοΐζω]]). Ο μυκην. τ. <i>porowito</i>, αν αποδίδει τη λ. <i>πλωFιστος</i>, έχει παραχθεί από το ρ. [[πλωΐζω]] και δήλωνε έναν [[μήνα]] του χρόνου κατάλληλο για απόπλου].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλέω]]<br /><b>2.</b> [[ταξιδεύω]] διά θαλάσσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλω</i>- του [[πλώω]] «[[πλέω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλοΐζω]]). Ο μυκην. τ. <i>porowito</i>, αν αποδίδει τη λ. <i>πλωFιστος</i>, έχει παραχθεί από το ρ. [[πλωΐζω]] και δήλωνε έναν [[μήνα]] του χρόνου κατάλληλο για απόπλου].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλωΐζω:''' Ιων. παρατ. <i>πλωΐζεσκον</i>· [[πλέω]] πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες [[μᾶλλον]] ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη [[ναυτιλία]], σε Θουκ. — αποθ. <i>πλωΐζομαι</i>, σε Στράβ., Λουκ.
}}
}}