Anonymous

πλωΐζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλωΐζω:''' Ιων. παρατ. <i>πλωΐζεσκον</i>· [[πλέω]] πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες [[μᾶλλον]] ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη [[ναυτιλία]], σε Θουκ. — αποθ. <i>πλωΐζομαι</i>, σε Στράβ., Λουκ.
|lsmtext='''πλωΐζω:''' Ιων. παρατ. <i>πλωΐζεσκον</i>· [[πλέω]] πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες [[μᾶλλον]] ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη [[ναυτιλία]], σε Θουκ. — αποθ. <i>πλωΐζομαι</i>, σε Στράβ., Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλωΐζω en πλῴζω [πλώω] ep. iter. imperf. πλωΐζεσκε, varen:. μᾶλλον ἔπλῳζον zij legden zich meer op scheepvaart toe Thuc. 1.13.5.
}}
}}