3,277,002
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλωΐζω:''' Ιων. παρατ. <i>πλωΐζεσκον</i>· [[πλέω]] πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες [[μᾶλλον]] ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη [[ναυτιλία]], σε Θουκ. — αποθ. <i>πλωΐζομαι</i>, σε Στράβ., Λουκ. | |lsmtext='''πλωΐζω:''' Ιων. παρατ. <i>πλωΐζεσκον</i>· [[πλέω]] πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ησίοδ.· οἱ Ἕλληνες [[μᾶλλον]] ἐπλώϊζον, ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν πλοία ή να επιδίδονται στη [[ναυτιλία]], σε Θουκ. — αποθ. <i>πλωΐζομαι</i>, σε Στράβ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλωΐζω en πλῴζω [πλώω] ep. iter. imperf. πλωΐζεσκε, varen:. μᾶλλον ἔπλῳζον zij legden zich meer op scheepvaart toe Thuc. 1.13.5. | |||
}} | }} |