Anonymous

ποδαβρός: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς [[ἐπωνυμία]],» Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀβρός</i>].
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που έχει αβρά, τρυφερά πόδια («τρυφῆς ἦν καὶ οὐκ ἀρετῆς ὁ παδαβρὸς [[ἐπωνυμία]],» Θεμίστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀβρός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποδαβρός:''' -όν, αυτός που έχει λεπτά, μαλακά πόδια, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
}}
}}