Anonymous

πολεμιστής: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, επικ. τ. [[πτολεμιστής]], Α, θηλ. [[πολεμίστρια]], ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -[[ίδος]], Μ [[πολεμίζω]]<br />αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο [[μαχητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολεμιστὴς [[ἵππος]]»<br />i) [[πολεμικός]] [[ίππος]]<br />ii) <b>πιθ.</b> [[ίππος]] ιπποδρομικών αγώνων.
|mltxt=ο, ΝΜΑ, επικ. τ. [[πτολεμιστής]], Α, θηλ. [[πολεμίστρια]], ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -[[ίδος]], Μ [[πολεμίζω]]<br />αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο [[μαχητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολεμιστὴς [[ἵππος]]»<br />i) [[πολεμικός]] [[ίππος]]<br />ii) <b>πιθ.</b> [[ίππος]] ιπποδρομικών αγώνων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολεμιστής:''' Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ ([[πολεμίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> πολεμιστὴς [[ἵππος]], πολεμικό [[άλογο]], [[πολεμικός]] [[ίππος]], σε Θεόκρ.
}}
}}