Anonymous

πιπράσκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. [[πιπρήσκω]] Α<br /><b>1.</b> (γενικά) [[πουλώ]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) [[πουλώ]] [[κάτι]] για [[εξαγωγή]], [[κάνω]] [[εξαγωγή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προδίδω]] κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς [[τἀναντία]] τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]].
|mltxt=και ιων. τ. [[πιπρήσκω]] Α<br /><b>1.</b> (γενικά) [[πουλώ]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) (σχετικά με πρόσ. και πράγματα) [[πουλώ]] [[κάτι]] για [[εξαγωγή]], [[κάνω]] [[εξαγωγή]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προδίδω]] κάποιον προκειμένου να αποκτήσω χρήματα («πεπρακόσιν ἑαυτοὺς εἰς [[τἀναντία]] τοῑς τῇ πατρίδι συμφέρουσιν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πιπράσκω:''' Ιων. [[πιπρήσκω]], συντετμ. [[τύπος]] από το <i>πι-περάσκω</i>, αναδιπλ. [[τύπος]] από [[περάω]] Β, παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράκει</i> — Παθ., μέλ. <i>πραθήσομαι</i> και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ [[ἐπράθην]] [ᾱ], Ιων. [[ἐπρήθην]]· παρακ. <i>πέπρᾱμαι</i>, Ιων. <i>πέπρημαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπέπρᾱτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πουλώ]], σε Δημ. — Παθ., πουλιέμαι, [[πωλούμαι]], [[ιδίως]] προς [[εξαγωγή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[πουλώ]], [[προδίδω]] εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. [[πέπραμαι]], έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.
}}
}}