3,277,190
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, -υος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μειλιχό</i>-<i>γηρυς</i>)]. | |mltxt=και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, -υος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μειλιχό</i>-<i>γηρυς</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |