Anonymous

ποικιλόγηρυς: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλόγηρυς:''' дор. [[ποικιλόγαρυς|ποικῐλόγᾱρυς]], υος adj. разнообразно звучащий, многозвучный ([[φόρμιγξ]] Pind.).
}}
}}