Anonymous

πίμπλημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και πίπλημι και [[πίπλω]] και [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] και [[πιμπλάνομαι]], ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πληρώ]], [[γεμίζω]] με [[κάτι]] (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] το [[στόμα]] μου ή την [[κοιλιά]] μου, [[χορταίνω]] («[[οὗτος]] μὲν οὐδ' αν τήν γνάθον πλήσειέ μου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>πίμπλαμαι</i><br />πληρούμαι, [[γεμίζω]] («ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για θηλ. ζώα) [[μένω]] [[έγκυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> με ενεστ. διπλασιασμό <i>πι</i>- και έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πρημι</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pl</i><i>ē</i>- / <i>pel</i><i>ә</i><sub>1</sub>- / <i>pel</i>- «[[πληρώ]],[[γεμίζω]]» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>prn</i><i>ā</i><i>ti</i>, αβεστ. <i>ham</i>-<i>p</i><i>ā</i>-<i>fr</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ti</i> και τα λατ. <i>pleο</i> / <i>plenus</i>. Ο θεματ. αόρ. του ρ. [[πλῆτο]]—</i>που [[πρέπει]] να διακριθεί από τον αόρ. <i>πλήτο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-) του [[πελάζω]]— συνδέεται με τον αντίστοιχο αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>t</i>, ενώ ο σιγματικός αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>ε</i> με τον αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>s</i>. Ο αιολ. τ. του γ' πληθ. <i>πίμπλεισι</i> και ο ιων. τ. μτχ. θηλ. <i>πιμπλεῖσαι</i> ανάγονται [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ē</i> [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ә</i><sub>1</sub>-. Οι τ. της [[μέσης]] φωνής με βραχύ -<i>α</i>-, <i>πίμπλαμαι</i>, <i>πίμπλαμεν</i> αποτελούν ελληνική [[καινοτομία]]. Το -<i>σ</i>- στον σχηματισμό του παθ. αορ. <i>ἐ</i>-<i>πλή</i>-<i>σ</i>-<i>θην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμνήσθην</i>) οφείλεται σε αναλογική [[επέκταση]] από παθ. αορ. που είχαν στο θ. -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ζώννυμι]]: <i>ἐζώσθην</i>). Σε αναλογική [[επέκταση]] οφείλεται και το -<i>σ</i>- του παθ. παρακμ. <i>πέπλησμαι</i>. Οι ενεστ. τ. [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] αποτελούν θεματικές συνηρημένες μορφές του [[πίμπλημι]], ενώ ο ενεστ. [[πίπλω]] θεματική [[μορφή]] [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]]. Από το ρ. [[πίμπλημι]] παράγονται τα επίθ. [[πλέως]] και [[πλήρης]], όπως και ο ενεστ. [[πλήθω]] και το ουσ. [[πλήθος]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγονται τα: [[πλείων]], [[πλήμνη]] και [[πολύς]]].
|mltxt=και πίπλημι και [[πίπλω]] και [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] και [[πιμπλάνομαι]], ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πληρώ]], [[γεμίζω]] με [[κάτι]] (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] το [[στόμα]] μου ή την [[κοιλιά]] μου, [[χορταίνω]] («[[οὗτος]] μὲν οὐδ' αν τήν γνάθον πλήσειέ μου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>πίμπλαμαι</i><br />πληρούμαι, [[γεμίζω]] («ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για θηλ. ζώα) [[μένω]] [[έγκυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> με ενεστ. διπλασιασμό <i>πι</i>- και έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πρημι</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pl</i><i>ē</i>- / <i>pel</i><i>ә</i><sub>1</sub>- / <i>pel</i>- «[[πληρώ]],[[γεμίζω]]» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>prn</i><i>ā</i><i>ti</i>, αβεστ. <i>ham</i>-<i>p</i><i>ā</i>-<i>fr</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ti</i> και τα λατ. <i>pleο</i> / <i>plenus</i>. Ο θεματ. αόρ. του ρ. [[πλῆτο]]—</i>που [[πρέπει]] να διακριθεί από τον αόρ. <i>πλήτο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-) του [[πελάζω]]— συνδέεται με τον αντίστοιχο αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>t</i>, ενώ ο σιγματικός αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>ε</i> με τον αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>s</i>. Ο αιολ. τ. του γ' πληθ. <i>πίμπλεισι</i> και ο ιων. τ. μτχ. θηλ. <i>πιμπλεῖσαι</i> ανάγονται [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ē</i> [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ә</i><sub>1</sub>-. Οι τ. της [[μέσης]] φωνής με βραχύ -<i>α</i>-, <i>πίμπλαμαι</i>, <i>πίμπλαμεν</i> αποτελούν ελληνική [[καινοτομία]]. Το -<i>σ</i>- στον σχηματισμό του παθ. αορ. <i>ἐ</i>-<i>πλή</i>-<i>σ</i>-<i>θην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμνήσθην</i>) οφείλεται σε αναλογική [[επέκταση]] από παθ. αορ. που είχαν στο θ. -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ζώννυμι]]: <i>ἐζώσθην</i>). Σε αναλογική [[επέκταση]] οφείλεται και το -<i>σ</i>- του παθ. παρακμ. <i>πέπλησμαι</i>. Οι ενεστ. τ. [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] αποτελούν θεματικές συνηρημένες μορφές του [[πίμπλημι]], ενώ ο ενεστ. [[πίπλω]] θεματική [[μορφή]] [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]]. Από το ρ. [[πίμπλημι]] παράγονται τα επίθ. [[πλέως]] και [[πλήρης]], όπως και ο ενεστ. [[πλήθω]] και το ουσ. [[πλήθος]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγονται τα: [[πλείων]], [[πλήμνη]] και [[πολύς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ.
}}
}}