Anonymous

πολύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από [[πολλά]] δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με [[πολλά]] δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται [[πολλά]] δάκρυα (α. «[[πολύδακρυς]] [[πόλεμος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πολύδακρυς]] [[μῆτις]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] δάκρυα, [[γεμάτος]] θρήνους, [[θρηνητικός]] (α. «χέουσα πολύδακρυν [[γόον]] κεκρυμμένον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>δακρυς</i>/ <i>βαρυ</i>-<i>δάκρυος</i>)].
|mltxt=ο, η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από [[πολλά]] δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με [[πολλά]] δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται [[πολλά]] δάκρυα (α. «[[πολύδακρυς]] [[πόλεμος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[πολύδακρυς]] [[μῆτις]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] δάκρυα, [[γεμάτος]] θρήνους, [[θρηνητικός]] (α. «χέουσα πολύδακρυν [[γόον]] κεκρυμμένον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κλαίει πολύ, που δακρύζει πολύ, ο πνιγμένος στα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]] (<b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>δακρυς</i>/ <i>βαρυ</i>-<i>δάκρυος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύδακρῠς:''' -ῠος, ὁ, ἡ ([[δάκρυ]]), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με [[πολλά]] δάκρυα· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύδακρυς]], [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}