Anonymous

πολύδακρυς: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύδακρῠς:''' -ῠος, ὁ, ἡ ([[δάκρυ]]), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με [[πολλά]] δάκρυα· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύδακρυς]], [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''πολύδακρῠς:''' -ῠος, ὁ, ἡ ([[δάκρυ]]), αυτός που έχει ή συνοδεύεται με [[πολλά]] δάκρυα· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύδακρυς]], [[γεμάτος]] δάκρυα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, κλαψιάρης, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύδᾰκρυς:''' υος adj.<br /><b class="num">1)</b> многослезный, исторгающий много слез ([[πόλεμος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сопровождаемый потоками слез ([[γόος]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> проливающий потоки слез, горько плачущий Eur., Arph.
}}
}}