Anonymous

περίεργος: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίεργος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ενδιαφέρεται για το [[καθετί]] και θέλει να το γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα [[πάντα]], [[ερευνητικός]] (α. «από [[μικρός]] ήταν [[περίεργος]] και έμαθε [[πολλά]]» β. «περίεργα [[παιδία]]», <b>Γαλ.</b><br />γ. «τὸ μὲν σαφῶς λεχθὲν παρατρέχει τὸν ἀκροατήν<br />τὸ δὲ ἀσαφὲς περιεργότερον αὐτὸν ποιεῑ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται άτοπα και υπερβολικά με τα ζητήματα τών άλλων και αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις (α. «πολύ περίεργη [[γυναίκα]], ανακατεύεται [[παντού]]» β. «καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῡσαι τὰ μὴ δέοντα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για πράγμ.) αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]], [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]] (α. «στο [[σπίτι]] αυτό συμβαίνουν περίεργα πράγματα» β. «οι αστρονόμοι παρατήρησαν τελευταία ένα σπάνιο και περίεργο [[φαινόμενο]]» γ. «έχοντας μεγάλην έφεσιν εις τοιαύτας περιέργους διηγήσεις», Αραβ. Μύθ.<br />γ. «ταῑς κατακόροις... καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εκείνος]] του οποίου η [[συμπεριφορά]] και οι ενέργειες δεν [[είναι]] ή δεν γίνονται εύκολα κατανοητές, [[ιδιόρρυθμος]], [[ακατανόητος]] («[[είναι]] πολύ περίεργο [[άτομο]] ο [[φίλος]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το περίεργο</i><br />η παράξενη και ταυτόχρονα η πιο σημαντική [[πτυχή]], το [[ενδιαφέρον]] και ταυτόχρονα αξιόλογο [[στοιχείο]] («το περίεργο στην όλη [[υπόθεση]] συνίσταται στο ότι...»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[δεισιδαιμονία]], [[μαγικός]] (α. «δαιμόνων κακλήσεσι περιέργοις θελγομένων», Ωριγ.<br />β. «περίεργον [[φάρμακον]]», Μέγ. Βασ.)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) ο επεξεργασμένος με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]], ο πολύ [[φροντισμένος]], [[περίτεχνος]] (α. «περίεργα φορήματα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[ὥσπερ]] [[ζωγράφημα]] περίεργον», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἐξ ονομάτων... περιέργων», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> αυτός που επιμελείται και φροντίζει [[κάτι]] [[πέρα]] από τα κανονικά όρια, που [[είναι]] υπέρμετρα [[λεπτολόγος]] και [[ματαιόσχολος]] («γραμματικῶν περίεργα γένη», Αντιφαν.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ματαιόδοξος]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίεργος]]<br />[[μάγος]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περίεργα</i><br />οι μαγικές τέχνες, η [[μαγεία]] («τῶν τά περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκεπτικός]], [[σοβαρά]] απασχολημένος με μια [[σκέψη]] («σκυθρωπὸν [[ὄντα]] με ἰδὼν "τί [[σύννους]]", φησί... "Τί γάρ;" ἐγώ<br />"[[περίεργος]] [[εἰμί]]"» — σαν μέ είδε σκυθρωπό, μού λέει: [[γιατί]] [[έτσι]] συλλογισμένος; Κι εγώ: και τί μ' αυτό, [[είμαι]] [[σκεπτικός]], Μέν.)<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[περιττός]] (α. «δείσαντες μὴ περίεργα ἅμα καὶ μακρὰ λέγοιμεν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «εἴ τις [[περίεργος]] [ενν. [[δαπάνη]] ἀφαιρεθῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άσκοπος]], [[ανώφελος]] («πόλεμον ἀσύμφορον καὶ χαλεπov καὶ περίεργον», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίεργον</i><br />η [[περιέργεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιέργως]] ΝΜΑ και <i>περίεργα</i> ΝΜ<br /><b>1.</b> με περίεργο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[περιέργεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ανώφελη [[επιμέλεια]], με άχρηστη [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> με [[πολυπραγμοσύνη]]<br /><b>3.</b> με επιτηδευμένο τρόπο<br /><b>4.</b> [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=-η, -ο / [[περίεργος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ενδιαφέρεται για το [[καθετί]] και θέλει να το γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα [[πάντα]], [[ερευνητικός]] (α. «από [[μικρός]] ήταν [[περίεργος]] και έμαθε [[πολλά]]» β. «περίεργα [[παιδία]]», <b>Γαλ.</b><br />γ. «τὸ μὲν σαφῶς λεχθὲν παρατρέχει τὸν ἀκροατήν<br />τὸ δὲ ἀσαφὲς περιεργότερον αὐτὸν ποιεῑ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται άτοπα και υπερβολικά με τα ζητήματα τών άλλων και αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις (α. «πολύ περίεργη [[γυναίκα]], ανακατεύεται [[παντού]]» β. «καὶ φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῡσαι τὰ μὴ δέοντα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για πράγμ.) αυτός που προκαλεί [[έκπληξη]], [[αλλόκοτος]], [[παράδοξος]] (α. «στο [[σπίτι]] αυτό συμβαίνουν περίεργα πράγματα» β. «οι αστρονόμοι παρατήρησαν τελευταία ένα σπάνιο και περίεργο [[φαινόμενο]]» γ. «έχοντας μεγάλην έφεσιν εις τοιαύτας περιέργους διηγήσεις», Αραβ. Μύθ.<br />γ. «ταῑς κατακόροις... καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εκείνος]] του οποίου η [[συμπεριφορά]] και οι ενέργειες δεν [[είναι]] ή δεν γίνονται εύκολα κατανοητές, [[ιδιόρρυθμος]], [[ακατανόητος]] («[[είναι]] πολύ περίεργο [[άτομο]] ο [[φίλος]] σου»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το περίεργο</i><br />η παράξενη και ταυτόχρονα η πιο σημαντική [[πτυχή]], το [[ενδιαφέρον]] και ταυτόχρονα αξιόλογο [[στοιχείο]] («το περίεργο στην όλη [[υπόθεση]] συνίσταται στο ότι...»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[δεισιδαιμονία]], [[μαγικός]] (α. «δαιμόνων κακλήσεσι περιέργοις θελγομένων», Ωριγ.<br />β. «περίεργον [[φάρμακον]]», Μέγ. Βασ.)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) ο επεξεργασμένος με [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]], ο πολύ [[φροντισμένος]], [[περίτεχνος]] (α. «περίεργα φορήματα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «[[ὥσπερ]] [[ζωγράφημα]] περίεργον», <b>Πλούτ.</b><br />γ. «ἐξ ονομάτων... περιέργων», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> αυτός που επιμελείται και φροντίζει [[κάτι]] [[πέρα]] από τα κανονικά όρια, που [[είναι]] υπέρμετρα [[λεπτολόγος]] και [[ματαιόσχολος]] («γραμματικῶν περίεργα γένη», Αντιφαν.)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ματαιόδοξος]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[περίεργος]]<br />[[μάγος]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περίεργα</i><br />οι μαγικές τέχνες, η [[μαγεία]] («τῶν τά περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκεπτικός]], [[σοβαρά]] απασχολημένος με μια [[σκέψη]] («σκυθρωπὸν [[ὄντα]] με ἰδὼν "τί [[σύννους]]", φησί... "Τί γάρ;" ἐγώ<br />"[[περίεργος]] [[εἰμί]]"» — σαν μέ είδε σκυθρωπό, μού λέει: [[γιατί]] [[έτσι]] συλλογισμένος; Κι εγώ: και τί μ' αυτό, [[είμαι]] [[σκεπτικός]], Μέν.)<br /><b>2.</b> [[μάταιος]], [[περιττός]] (α. «δείσαντες μὴ περίεργα ἅμα καὶ μακρὰ λέγοιμεν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «εἴ τις [[περίεργος]] [ενν. [[δαπάνη]] ἀφαιρεθῇ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[άσκοπος]], [[ανώφελος]] («πόλεμον ἀσύμφορον καὶ χαλεπov καὶ περίεργον», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίεργον</i><br />η [[περιέργεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιέργως]] ΝΜΑ και <i>περίεργα</i> ΝΜ<br /><b>1.</b> με περίεργο τρόπο<br /><b>2.</b> με [[περιέργεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ανώφελη [[επιμέλεια]], με άχρηστη [[φροντίδα]]<br /><b>2.</b> με [[πολυπραγμοσύνη]]<br /><b>3.</b> με επιτηδευμένο τρόπο<br /><b>4.</b> [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίεργος:''' -ον (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που είναι υπερβολικά [[προσεκτικός]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων, [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., φτιαγμένος με ιδιαίτερη [[φροντίδα]], καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιττός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[περίεργος]], [[προληπτικός]], σε Πλούτ.
}}
}}