Anonymous

περίεργος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίεργος:''' -ον (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που είναι υπερβολικά [[προσεκτικός]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων, [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., φτιαγμένος με ιδιαίτερη [[φροντίδα]], καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιττός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[περίεργος]], [[προληπτικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περίεργος:''' -ον (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που είναι υπερβολικά [[προσεκτικός]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων, [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., φτιαγμένος με ιδιαίτερη [[φροντίδα]], καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιττός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[περίεργος]], [[προληπτικός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίεργος:''' <b class="num">1)</b> излишне хлопотливый, не в меру усердствующий, суетливый Lys., NT: γραμματικῶν [[περίεργα]] γένη шутл. Anth. суетливое (мелочное) племя грамматиков;<br /><b class="num">2)</b> чрезмерный, бесполезный, излишний: [[περίεργα]] καὶ μακρὰ λέγειν Plat. говорить долго о неважном;<br /><b class="num">3)</b> чрезмерно изысканный, утонченный (τράπεζαι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> дорогостоящий, разорительный ([[πόλεμος]] Isocr.).
}}
}}