Anonymous

ποθόβλητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κεραυνό</i>-<i>βλητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποθόβλητος:''' -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.
}}
}}