ποθόβλητος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ποθόβλητον,
A love-stricken, Nonn. D. 4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.).
II Act., causing desire, Nonn. D. 15.235, al.
German (Pape)
[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
atteint d'un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ποθόβλητος: уязвленный страстью, раненый любовью Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνόβλητος].
Greek Monotonic
ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.