Anonymous

ποιμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ποίμνια στη [[βοσκή]], [[βόσκω]] κοπάδια<br /><b>2.</b> (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) [[καθοδηγώ]], [[χειραγωγώ]] («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κατευθύνω]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («χρὴ δὲ τὸν στρατηλάτην [[ὁμῶς]] δίκαιον [[ὄντα]] ποιμαίνειν στρατόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ποιμένας]], [[βοσκός]], [[φυλάω]] ή [[περιποιούμαι]] πρόβατα<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>ποιμαίνομαι</i><br />(για ποίμνια) βόσκομαι, νέμομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[φροντίζω]], [[περιθάλπω]]<br />β) [[καταπραΰνω]]<br />γ) [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποι</i>-<i>μάν</i>-<i>jω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποι</i>-<i>μήν</i>. Στο ρ. [[ποιμαίνω]] το [[επίθημα]] -<i>μην</i> του [[ποιμήν]] εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του [[βαθμίδα]] -<i>μαν</i>-].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ποίμνια στη [[βοσκή]], [[βόσκω]] κοπάδια<br /><b>2.</b> (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) [[καθοδηγώ]], [[χειραγωγώ]] («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κατευθύνω]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («χρὴ δὲ τὸν στρατηλάτην [[ὁμῶς]] δίκαιον [[ὄντα]] ποιμαίνειν στρατόν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ποιμένας]], [[βοσκός]], [[φυλάω]] ή [[περιποιούμαι]] πρόβατα<br /><b>2.</b> (μέσ. ή παθ.) <i>ποιμαίνομαι</i><br />(για ποίμνια) βόσκομαι, νέμομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[φροντίζω]], [[περιθάλπω]]<br />β) [[καταπραΰνω]]<br />γ) [[εξαπατώ]], [[ξεγελώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποι</i>-<i>μάν</i>-<i>jω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποι</i>-<i>μήν</i>. Στο ρ. [[ποιμαίνω]] το [[επίθημα]] -<i>μην</i> του [[ποιμήν]] εμφανίζεται στη συνεσταλμένη του [[βαθμίδα]] -<i>μαν</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποιμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[ποιμήν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ποιμένας]], τσοπάνης, ἐπ'[[ὄεσσι]], είμαι [[ποιμένας]] προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φροντίζω]] [[κοπάδι]], σε Ομήρ. δ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σε Θεόκρ. — Παθ., όπως [[νέμομαι]], περιφέρομαι στον βοσκότοπο, λέγεται για τα κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε Αισχύλ., [[πᾶς]] πεποίμανται [[τόπος]], [[κάθε]] [[σημείο]] ερευνήθηκε (όπως από τον ποιμένα που ψάχνει το [[απολωλός]] [[πρόβατο]]).<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[προσέχω]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[βουκολέω]], [[εξαπατώ]], σε Θεόκρ.· γενικά, [[απατώ]], σε Ευρ.
}}
}}