Anonymous

ποιμαίνω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποιμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[ποιμήν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ποιμένας]], τσοπάνης, ἐπ'[[ὄεσσι]], είμαι [[ποιμένας]] προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φροντίζω]] [[κοπάδι]], σε Ομήρ. δ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σε Θεόκρ. — Παθ., όπως [[νέμομαι]], περιφέρομαι στον βοσκότοπο, λέγεται για τα κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε Αισχύλ., [[πᾶς]] πεποίμανται [[τόπος]], [[κάθε]] [[σημείο]] ερευνήθηκε (όπως από τον ποιμένα που ψάχνει το [[απολωλός]] [[πρόβατο]]).<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[προσέχω]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[βουκολέω]], [[εξαπατώ]], σε Θεόκρ.· γενικά, [[απατώ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ποιμαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[ποιμήν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ποιμένας]], τσοπάνης, ἐπ'[[ὄεσσι]], είμαι [[ποιμένας]] προβάτων, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., [[φροντίζω]] [[κοπάδι]], σε Ομήρ. δ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., σε Θεόκρ. — Παθ., όπως [[νέμομαι]], περιφέρομαι στον βοσκότοπο, λέγεται για τα κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> σε Αισχύλ., [[πᾶς]] πεποίμανται [[τόπος]], [[κάθε]] [[σημείο]] ερευνήθηκε (όπως από τον ποιμένα που ψάχνει το [[απολωλός]] [[πρόβατο]]).<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[προσέχω]], σε Πίνδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[βουκολέω]], [[εξαπατώ]], σε Θεόκρ.· γενικά, [[απατώ]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποιμαίνω [ποιμήν] iter. imperf. ποιμαίνεσκεν; aor. ἐποίμανα; fut. ποιμανῶ hoeden, weiden:; τὰ μῆλα οἶος ποιμαίνεσκεν hij hoedde de schapen in zijn eentje Od. 9.188; abs. herder zijn:; ποιμαίνων ἐπ ’ ὄεσσι terwijl hij aan het hoeden was bij zijn schapen Il. 6.25; pass.. χθονὸς γὰρ πᾶς πεποίμανται τόπος elke plaats op aarde is (door ons) afgegraasd Aeschl. Eum. 249. overdr. onder zijn hoede nemen, verzorgen:; τόνδε ποιμαίνων ἐμὸν ἱκετήν deze smekeling van mij behoedend Aeschl. Eum. 91; leiden:. οὕτω τοι Πολύφαμος ἐποίμαινεν τὸν ἔρωτα zo probeerde Polyphemus zijn liefde in goede banen te leiden Theocr. Id. 11.80; κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι gunstige wind in de rug leidde ons [Luc.] 49.6; πόσιν... ποιμαίνει τις... κρυπτᾷ κοίτᾳ; neemt een vrouw uw man in geheime liefde onder haar hoede? Eur. Hipp. 153.
}}
}}