Anonymous

πολεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> περιφέρομαι, κινούμαι [[γύρω]] από [[κάτι]] («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης [[κατά]] [[ἄστυ]] πολεύειν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκάβω]] με [[άροτρο]] τη γη, [[οργώνω]] («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ πολεύων</i><br />ο [[πλανήτης]] που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πολεύω]] έχει παραχθεί ή από το ουσ. [[πόλος]] ή από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του [[πέλομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> περιφέρομαι, κινούμαι [[γύρω]] από [[κάτι]] («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης [[κατά]] [[ἄστυ]] πολεύειν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκάβω]] με [[άροτρο]] τη γη, [[οργώνω]] («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ πολεύων</i><br />ο [[πλανήτης]] που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη [[μέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πολεύω]] έχει παραχθεί ή από το ουσ. [[πόλος]] ή από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του [[πέλομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολεύω:''' όπως το [[πολέω]], μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ [[ἄστυ]] [[πολεύω]], [[συχνάζω]] στην πόλη, δηλ. ζω [[εκεί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[σκάβω]] τη γη με το [[άροτρο]], σε Σοφ.
}}
}}