Anonymous

πολεύω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολεύω:''' όπως το [[πολέω]], μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ [[ἄστυ]] [[πολεύω]], [[συχνάζω]] στην πόλη, δηλ. ζω [[εκεί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[σκάβω]] τη γη με το [[άροτρο]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πολεύω:''' όπως το [[πολέω]], μόνο στον ενεστ.,<br /><b class="num">I.</b> αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ [[ἄστυ]] [[πολεύω]], [[συχνάζω]] στην πόλη, δηλ. ζω [[εκεί]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[σκάβω]] τη γη με το [[άροτρο]], σε Σοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολεύω [πολέω] met acc. omwoelen:. γᾶν... ἱππείῳ γένει πολεύων de aarde omwoelend met paarden Soph. Ant. 341. intrans. rondlopen:. κατὰ ἄστυ πολεύειν zich in de stad ophouden Od. 22.223.
}}
}}