Anonymous

πολυχειρία: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πολύχειρος]]<br /><b>1.</b> το [[πλήθος]] τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του πολύχειρου, το να έχει [[κανείς]] [[πολλά]] χέρια.
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πολύχειρος]]<br /><b>1.</b> το [[πλήθος]] τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών<br /><b>2.</b> η [[ιδιότητα]] του πολύχειρου, το να έχει [[κανείς]] [[πολλά]] χέρια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠχειρία:''' ἡ, [[πλήθος]] χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}