Anonymous

πολυχειρία: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠχειρία:''' ἡ, [[πλήθος]] χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''πολῠχειρία:''' ἡ, [[πλήθος]] χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυχειρία -ας, ἡ [πολύχειρ] veelheid van helpers.
}}
}}