3,251,360
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] («[[πολυμερές]] [[ενδιαφέρον]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επίδοση]] σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμερής]] [[κατάρτιση]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («[[πολυμερές]] υλικό»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα πολυμερή</i><br /><b>χημ.</b> [[κατηγορία]] χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πολυμερείς ενώσεις»<br /><b>χημ.</b> τα πολυμερή<br />β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — [[τρόπος]] διεξαγωγής του εμπορίου [[μεταξύ]] τριών ή περισσότερων χωρών, ο [[οποίος]] στηρίζεται στην ελεύθερη [[μετατρεψιμότητα]] τών νομισμάτων<br />γ) «[[πολυμερής]] [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι [[πολλά]] ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη [[δράση]] τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική [[κληρονομικότητα]]<br />δ) «[[πολυμερής]] συμψηφιστική [[εξόφληση]] λογαριασμών»<br /><b>(οικον.)</b> [[σύστημα]] αμοιβαίων πληρωμών [[μεταξύ]] τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων [[μερών]] που αφορά [[κυρίως]] στο εξωτερικό [[εμπόριο]] [[αλλά]] επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως [[είναι]] οι επενδύσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει διάφορα είδη, [[ποικίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[πολλά]] μέρη, με [[συνένωση]] πολλών [[μερών]]<br /><b>2.</b> με διάφορα είδη, με [[ποικιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτομερής]]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] («[[πολυμερές]] [[ενδιαφέρον]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επίδοση]] σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμερής]] [[κατάρτιση]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («[[πολυμερές]] υλικό»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα πολυμερή</i><br /><b>χημ.</b> [[κατηγορία]] χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πολυμερείς ενώσεις»<br /><b>χημ.</b> τα πολυμερή<br />β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — [[τρόπος]] διεξαγωγής του εμπορίου [[μεταξύ]] τριών ή περισσότερων χωρών, ο [[οποίος]] στηρίζεται στην ελεύθερη [[μετατρεψιμότητα]] τών νομισμάτων<br />γ) «[[πολυμερής]] [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι [[πολλά]] ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη [[δράση]] τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική [[κληρονομικότητα]]<br />δ) «[[πολυμερής]] συμψηφιστική [[εξόφληση]] λογαριασμών»<br /><b>(οικον.)</b> [[σύστημα]] αμοιβαίων πληρωμών [[μεταξύ]] τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων [[μερών]] που αφορά [[κυρίως]] στο εξωτερικό [[εμπόριο]] [[αλλά]] επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως [[είναι]] οι επενδύσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει διάφορα είδη, [[ποικίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[πολλά]] μέρη, με [[συνένωση]] πολλών [[μερών]]<br /><b>2.</b> με διάφορα είδη, με [[ποικιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτομερής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠμερής:''' -ές ([[μέρος]]), αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] μέρη, [[πολυμερής]], [[σπονδυλωτός]], σε Αριστ.· επίρρ. <i>-μερῶς</i>, με πολλούς τρόπους, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |