Anonymous

προβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[εμπρός]], [[εκτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] (α. «πρόβαλε το [[κεφάλι]] της από το [[παράθυρο]] και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) [[προτείνω]] ως [[επιχείρημα]] για [[υπεράσπιση]], [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]] (α. «προέβαλε ισχυρό [[άλλοθι]]» β. «[[τοὔνομα]] μὲν τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῑν προβάλλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («πρόβαλες της ψυχής [[φεγγάρι]] εσύ», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] με [[προβολή]] ταινίες ή εικόνες (α. «οι κινηματογράφοι θα προβάλουν ένα αξιόλογο [[έργο]] αυτή την [[εβδομάδα]]»)<br />β. «θα προβληθούν διαφάνειες από την [[εκδρομή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] σε [[αντιπαράθεση]] με άλλα, [[αντιπαραθέτω]] («μόνον όταν προέβαλε τα επιχειρήματά του κατόρθωσε να μέ [[πείσει]]»)<br />θ) [[θέτω]] («αν δεν γίνουν δεκτές οι προτάσεις της, η [[Ελλάδα]] θα προβάλει [[βέτο]]» <br />γ) [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] για να το(ν) προσέξουν (α. «η [[Ελλάδα]] προβάλλει [[κυρίως]] τα γεωργικά της προϊόντα» β. «το μόνο που ξέρει [[είναι]] να προβάλλει τον εαυτό της»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]] («ὁ [[θεός]]... [[μέλλων]] τὴν λογικὴν πᾱσαν προβάλλεσθαι κτίσιν», Ευσ.)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου για [[άμυνα]] ή [[προστασία]] («σὲ [[ὅπλον]] ἀρραγὲς κατ' ἐχθρῶν προβαλλόμεθα», Μηναί.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προτείνω]], [[υποδεικνύω]] κάποιον για ένα [[αξίωμα]] («λητουργεῑν προβάλλεσθαι γυμνασίαρχον», Ανδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] («Νότος Βορέη προβάλεσκε [[[σχεδίην]]] φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]], [[εκτείνω]] [[κάτι]] έξω από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν ὀδόντων τὴν γλῶτταν προβάλλειν», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εκπέμπω]], [[αναδίδω]]<br /><b>5.</b> [[εκβάλλω]] («ἦχον τραχύν προβάλλειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αποβάλλω]]<br /><b>7.</b> [[παράγω]] («προβάλλειν καρπόν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>8.</b> [[βάζω]] σε κίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]] («ψυχὴν προβάλλειν ἐν κύβοισι δαίμονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εγείρω]], [[διεγείρω]] («ἔριδα προβαλόντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> (ως αμτβ.) α) [[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />β) [[πέφτω]] με το [[πρόσωπο]] στο [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[περιέρχομαι]] σε [[απόγνωση]], [[απελπισία]]<br /><b>11.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[θέτω]] [[ερώτηση]], [[πρόβλημα]], [[αίνιγμα]] ή [[μνημονεύω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] («πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ [[Σωκράτης]]», Επίκτ.)<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προβάλλομαι</i><br />α) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον [[προς]] υπεράσπισή μου («τὸν Ὅμηρον δοκεῑ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[θέτω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου<br />γ) εκπηγαζω, [[εκπορεύομαι]] («αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων», Πρόκλ.)<br />δ) [[ρίχνω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου<br />ε) [[ρίχνω]] έξω, [[εκθέτω]] («νοεῑς ἄγειν ἀπ' ἀκτῆς τῆσδε ἐν ᾗ με προυβάλον ἄφιλον, ἔρημον», <b>Σοφ.</b>)<br />στ) [[βάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] («θεμείλιά τε προβάλοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />η) [[ξεπερνώ]], [[νικώ]] κάποιον στις ρίψεις<br />θ) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («ἐγὼ δέ κε σεῑο νοήματί γε προβαλοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) (ως όρος του αττ. δικαίου) [[κατηγορώ]] κάποιον ενώπιον της εκκλησίας του δήμου με [[αγωγή]] η οποία ονομαζόταν [[προβολή]] και, [[κυρίως]], [[παρουσιάζω]] κάποιον ως ένοχο εγκλήματος<br />ια) [[προσβάλλω]], [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]]<br />ιβ) [[προτείνω]] κάποιον να εκλεγεί<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προβαλλόμενος</i><br />α) αυτός που προσκόμισε [[μαρτυρία]], αποδεκτικά στοιχεία<br />β) (αττ. δίκ.) ο [[κατήγορος]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της προβολής<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «προβάλλομαι τὰ ὅπλα» — [[προτείνω]] τα όπλα [[είτε]] για [[επίθεση]] [[είτε]] για [[άμυνα]]<br />β) «[[προαίρεσις]] τῆς πολιτείας προβεβλημένη» — [[σύστημα]] άμυνας.
|mltxt=ΝΜΑ [[βάλλω]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]], [[απλώνω]] [[κάτι]] [[εμπρός]], [[εκτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] (α. «πρόβαλε το [[κεφάλι]] της από το [[παράθυρο]] και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) [[προτείνω]] ως [[επιχείρημα]] για [[υπεράσπιση]], [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]] (α. «προέβαλε ισχυρό [[άλλοθι]]» β. «[[τοὔνομα]] μὲν τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῑν προβάλλει», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]] («πρόβαλες της ψυχής [[φεγγάρι]] εσύ», Παλαμ.)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] με [[προβολή]] ταινίες ή εικόνες (α. «οι κινηματογράφοι θα προβάλουν ένα αξιόλογο [[έργο]] αυτή την [[εβδομάδα]]»)<br />β. «θα προβληθούν διαφάνειες από την [[εκδρομή]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρουσιάζω]] [[κάτι]] σε [[αντιπαράθεση]] με άλλα, [[αντιπαραθέτω]] («μόνον όταν προέβαλε τα επιχειρήματά του κατόρθωσε να μέ [[πείσει]]»)<br />θ) [[θέτω]] («αν δεν γίνουν δεκτές οι προτάσεις της, η [[Ελλάδα]] θα προβάλει [[βέτο]]» <br />γ) [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] κάποιον ή [[κάτι]] για να το(ν) προσέξουν (α. «η [[Ελλάδα]] προβάλλει [[κυρίως]] τα γεωργικά της προϊόντα» β. «το μόνο που ξέρει [[είναι]] να προβάλλει τον εαυτό της»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ενεργ. και μέσ.)<br /><b>1.</b> [[δημιουργώ]] («ὁ [[θεός]]... [[μέλλων]] τὴν λογικὴν πᾱσαν προβάλλεσθαι κτίσιν», Ευσ.)<br /><b>2.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου για [[άμυνα]] ή [[προστασία]] («σὲ [[ὅπλον]] ἀρραγὲς κατ' ἐχθρῶν προβαλλόμεθα», Μηναί.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προτείνω]], [[υποδεικνύω]] κάποιον για ένα [[αξίωμα]] («λητουργεῑν προβάλλεσθαι γυμνασίαρχον», Ανδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ωθώ, [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] («Νότος Βορέη προβάλεσκε [[[σχεδίην]]] φέρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]], [[εκτείνω]] [[κάτι]] έξω από [[κάτι]] [[άλλο]] («τῶν ὀδόντων τὴν γλῶτταν προβάλλειν», Αρετ.)<br /><b>4.</b> [[εκπέμπω]], [[αναδίδω]]<br /><b>5.</b> [[εκβάλλω]] («ἦχον τραχύν προβάλλειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αποβάλλω]]<br /><b>7.</b> [[παράγω]] («προβάλλειν καρπόν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>8.</b> [[βάζω]] σε κίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]] («ψυχὴν προβάλλειν ἐν κύβοισι δαίμονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[εγείρω]], [[διεγείρω]] («ἔριδα προβαλόντες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>10.</b> (ως αμτβ.) α) [[πέφτω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br />β) [[πέφτω]] με το [[πρόσωπο]] στο [[έδαφος]], [[μπρούμυτα]]<br />γ) <b>μτφ.</b> [[περιέρχομαι]] σε [[απόγνωση]], [[απελπισία]]<br /><b>11.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[θέτω]] [[ερώτηση]], [[πρόβλημα]], [[αίνιγμα]] ή [[μνημονεύω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] («πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ [[Σωκράτης]]», Επίκτ.)<br /><b>12.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προβάλλομαι</i><br />α) [[χρησιμοποιώ]] κάποιον [[προς]] υπεράσπισή μου («τὸν Ὅμηρον δοκεῑ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[θέτω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου<br />γ) εκπηγαζω, [[εκπορεύομαι]] («αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων», Πρόκλ.)<br />δ) [[ρίχνω]] [[κάτι]] ενώπιον κάποιου<br />ε) [[ρίχνω]] έξω, [[εκθέτω]] («νοεῑς ἄγειν ἀπ' ἀκτῆς τῆσδε ἐν ᾗ με προυβάλον ἄφιλον, ἔρημον», <b>Σοφ.</b>)<br />στ) [[βάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] («θεμείλιά τε προβάλοντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) [[αρχίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br />η) [[ξεπερνώ]], [[νικώ]] κάποιον στις ρίψεις<br />θ) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («ἐγὼ δέ κε σεῑο νοήματί γε προβαλοίμην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ι) (ως όρος του αττ. δικαίου) [[κατηγορώ]] κάποιον ενώπιον της εκκλησίας του δήμου με [[αγωγή]] η οποία ονομαζόταν [[προβολή]] και, [[κυρίως]], [[παρουσιάζω]] κάποιον ως ένοχο εγκλήματος<br />ια) [[προσβάλλω]], [[επιπλήττω]], [[επιτιμώ]]<br />ιβ) [[προτείνω]] κάποιον να εκλεγεί<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ προβαλλόμενος</i><br />α) αυτός που προσκόμισε [[μαρτυρία]], αποδεκτικά στοιχεία<br />β) (αττ. δίκ.) ο [[κατήγορος]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] της προβολής<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «προβάλλομαι τὰ ὅπλα» — [[προτείνω]] τα όπλα [[είτε]] για [[επίθεση]] [[είτε]] για [[άμυνα]]<br />β) «[[προαίρεσις]] τῆς πολιτείας προβεβλημένη» — [[σύστημα]] άμυνας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]], αόρ. βʹ <i>προέβᾰλον</i>, Αττ. [[προὔβαλον]], Ιων. <i>προβάλεσκον</i>·<br /><b class="num">Α. I.</b> ωθώ ή [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] μου, Λατ. projicere, Νότος Βορέῃ [[προβάλεσκε]] [[σχεδίην]], σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς μαζοὺς [[κυσί]], προέβαλε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], δηλ. [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], <i>ἔριδα προβαλόντες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] ως [[υπεράσπιση]] ή [[δικαιολογία]] (λέγεται για [[επιχείρημα]]), σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]] κάποιο [[έργο]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόβλημα]], [[αίνιγμα]] (πρβλ. [[πρόβλημα]] IV), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[προεκτείνω]] [[κάτι]] πέρα από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[προβάλλω]] ἑαυτόν, [[πέφτω]] σε [[απόγνωση]], Λατ. spem abjicere, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[προβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δεινὰς [[ἀράς]], σε Σοφ. <b>Β.</b> Μέσ. με Παθ. παρακ. (που χρησιμ. επίσης με Παθ. [[σημασία]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[χύνω]] [[μπροστά]] από κάποιον, <i>οὐλοχύτας προβάλοντο</i>, σε Όμηρ.· [[πετώ]] [[μακριά]], [[ρίχνω]] έξω, [[εκθέτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάλλω]] πιο [[πριν]] ή [[πρώτος]], <i>θεμείλιά τεπροβάλοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[προβάλλω]] στον εαυτό μου, κάνω την [[αρχή]], [[ἔργον]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτείνω]] σε [[εκλογή]], Λατ. designare, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., προτείνομαι σε [[εκλογή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] πιο πέρα από κάποιον [[άλλο]], [[νικώ]] στο [[ρίξιμο]]· και ομοίως, [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], με γεν. προσ. και δοτ. πράγμ., ἐγὼ δέ κε [[σεῖο]] νοήματί γε προβαλοίμην, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[εμπρός]] μου, <i>τὼχεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· [[προβαίνω]] τὰ ὅπλα, δηλ. [[προτείνω]], [[εμφανίζω]] τα όπλα, [[είτε]] για επιθετικούς, [[είτε]] για αμυντικούς λόγους, σε Ξεν.· ομοίως, σε Παθ. παρακ., <i>κόντον προβεβλημένον</i>, έχω το [[κοντάρι]] προβεβλημένο, παρατεταγμένο οριζοντίως, σε Λουκ.· επίσης, <i>προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους</i>, είχαν αυτούς [[εμπρός]] τους για να τους προστατεύσουν, σε Ξεν.· απόλ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[εμπρός]] για [[υπεράσπιση]], στον ίδ.· [[προαίρεσις]] προβεβλημένη, [[σύστημα]] αμύνης, σε Δημ.· με γεν., <i>προβεβλῆσθαί τινος</i>, [[στέκομαι]] [[μπροστά]] για να τον προασπίσω, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προτάσσω]], [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], στον ίδ.· [[προβάλλω]] ή [[μνημονεύω]] ως [[μαρτυρία]], σε Πλάτ.· [[μνημονεύω]] ως [[παράδειγμα]], σε Ηρόδ.· [[μεταχειρίζομαι]] ως [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]], σε Θουκ.· <i>προβέβληνται</i> (με Μέσ. [[σημασία]]), στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>ως Αττ. [[νομικός]] όρος, [[προσάγω]] ή [[κατηγορώ]] κάποιον ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου με [[αγωγή]] που καλείται [[προβολή]] (βλ. [[προβολή]] IV)· <i>ὁ προβαλλόμενος</i>, ο [[κατήγορος]] μιας <i>προβολῆς</i>, σε Δημ. — Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν.
}}
}}