Anonymous

προβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]], αόρ. βʹ <i>προέβᾰλον</i>, Αττ. [[προὔβαλον]], Ιων. <i>προβάλεσκον</i>·<br /><b class="num">Α. I.</b> ωθώ ή [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] μου, Λατ. projicere, Νότος Βορέῃ [[προβάλεσκε]] [[σχεδίην]], σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς μαζοὺς [[κυσί]], προέβαλε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], δηλ. [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], <i>ἔριδα προβαλόντες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] ως [[υπεράσπιση]] ή [[δικαιολογία]] (λέγεται για [[επιχείρημα]]), σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]] κάποιο [[έργο]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόβλημα]], [[αίνιγμα]] (πρβλ. [[πρόβλημα]] IV), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[προεκτείνω]] [[κάτι]] πέρα από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[προβάλλω]] ἑαυτόν, [[πέφτω]] σε [[απόγνωση]], Λατ. spem abjicere, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[προβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δεινὰς [[ἀράς]], σε Σοφ. <b>Β.</b> Μέσ. με Παθ. παρακ. (που χρησιμ. επίσης με Παθ. [[σημασία]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[χύνω]] [[μπροστά]] από κάποιον, <i>οὐλοχύτας προβάλοντο</i>, σε Όμηρ.· [[πετώ]] [[μακριά]], [[ρίχνω]] έξω, [[εκθέτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάλλω]] πιο [[πριν]] ή [[πρώτος]], <i>θεμείλιά τεπροβάλοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[προβάλλω]] στον εαυτό μου, κάνω την [[αρχή]], [[ἔργον]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτείνω]] σε [[εκλογή]], Λατ. designare, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., προτείνομαι σε [[εκλογή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] πιο πέρα από κάποιον [[άλλο]], [[νικώ]] στο [[ρίξιμο]]· και ομοίως, [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], με γεν. προσ. και δοτ. πράγμ., ἐγὼ δέ κε [[σεῖο]] νοήματί γε προβαλοίμην, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[εμπρός]] μου, <i>τὼχεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· [[προβαίνω]] τὰ ὅπλα, δηλ. [[προτείνω]], [[εμφανίζω]] τα όπλα, [[είτε]] για επιθετικούς, [[είτε]] για αμυντικούς λόγους, σε Ξεν.· ομοίως, σε Παθ. παρακ., <i>κόντον προβεβλημένον</i>, έχω το [[κοντάρι]] προβεβλημένο, παρατεταγμένο οριζοντίως, σε Λουκ.· επίσης, <i>προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους</i>, είχαν αυτούς [[εμπρός]] τους για να τους προστατεύσουν, σε Ξεν.· απόλ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[εμπρός]] για [[υπεράσπιση]], στον ίδ.· [[προαίρεσις]] προβεβλημένη, [[σύστημα]] αμύνης, σε Δημ.· με γεν., <i>προβεβλῆσθαί τινος</i>, [[στέκομαι]] [[μπροστά]] για να τον προασπίσω, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προτάσσω]], [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], στον ίδ.· [[προβάλλω]] ή [[μνημονεύω]] ως [[μαρτυρία]], σε Πλάτ.· [[μνημονεύω]] ως [[παράδειγμα]], σε Ηρόδ.· [[μεταχειρίζομαι]] ως [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]], σε Θουκ.· <i>προβέβληνται</i> (με Μέσ. [[σημασία]]), στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>ως Αττ. [[νομικός]] όρος, [[προσάγω]] ή [[κατηγορώ]] κάποιον ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου με [[αγωγή]] που καλείται [[προβολή]] (βλ. [[προβολή]] IV)· <i>ὁ προβαλλόμενος</i>, ο [[κατήγορος]] μιας <i>προβολῆς</i>, σε Δημ. — Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''προβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, παρακ. -[[βέβληκα]], αόρ. βʹ <i>προέβᾰλον</i>, Αττ. [[προὔβαλον]], Ιων. <i>προβάλεσκον</i>·<br /><b class="num">Α. I.</b> ωθώ ή [[σπρώχνω]] [[μπροστά]] μου, Λατ. projicere, Νότος Βορέῃ [[προβάλεσκε]] [[σχεδίην]], σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς μαζοὺς [[κυσί]], προέβαλε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], δηλ. [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], <i>ἔριδα προβαλόντες</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[μπροστά]] ως [[υπεράσπιση]] ή [[δικαιολογία]] (λέγεται για [[επιχείρημα]]), σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προτείνω]] κάποιο [[έργο]], σε Ανδοκ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτείνω]], [[προβάλλω]], [[παρουσιάζω]] ένα [[πρόβλημα]], [[αίνιγμα]] (πρβλ. [[πρόβλημα]] IV), σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> [[προεκτείνω]] [[κάτι]] πέρα από [[κάτι]] [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[προβάλλω]] ἑαυτόν, [[πέφτω]] σε [[απόγνωση]], Λατ. spem abjicere, σε Ηρόδ.· ομοίως, [[προβάλλω]] ἐμαυτὸν εἰς δεινὰς [[ἀράς]], σε Σοφ. <b>Β.</b> Μέσ. με Παθ. παρακ. (που χρησιμ. επίσης με Παθ. [[σημασία]]):<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[χύνω]] [[μπροστά]] από κάποιον, <i>οὐλοχύτας προβάλοντο</i>, σε Όμηρ.· [[πετώ]] [[μακριά]], [[ρίχνω]] έξω, [[εκθέτω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[βάλλω]] πιο [[πριν]] ή [[πρώτος]], <i>θεμείλιά τεπροβάλοντο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[προβάλλω]] στον εαυτό μου, κάνω την [[αρχή]], [[ἔργον]], σε Ησίοδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτείνω]] σε [[εκλογή]], Λατ. designare, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., προτείνομαι σε [[εκλογή]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ρίχνω]] πιο πέρα από κάποιον [[άλλο]], [[νικώ]] στο [[ρίξιμο]]· και ομοίως, [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], με γεν. προσ. και δοτ. πράγμ., ἐγὼ δέ κε [[σεῖο]] νοήματί γε προβαλοίμην, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[εμπρός]] μου, <i>τὼχεῖρε</i>, σε Αριστοφ.· [[προβαίνω]] τὰ ὅπλα, δηλ. [[προτείνω]], [[εμφανίζω]] τα όπλα, [[είτε]] για επιθετικούς, [[είτε]] για αμυντικούς λόγους, σε Ξεν.· ομοίως, σε Παθ. παρακ., <i>κόντον προβεβλημένον</i>, έχω το [[κοντάρι]] προβεβλημένο, παρατεταγμένο οριζοντίως, σε Λουκ.· επίσης, <i>προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους</i>, είχαν αυτούς [[εμπρός]] τους για να τους προστατεύσουν, σε Ξεν.· απόλ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[εμπρός]] για [[υπεράσπιση]], στον ίδ.· [[προαίρεσις]] προβεβλημένη, [[σύστημα]] αμύνης, σε Δημ.· με γεν., <i>προβεβλῆσθαί τινος</i>, [[στέκομαι]] [[μπροστά]] για να τον προασπίσω, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προτάσσω]], [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], στον ίδ.· [[προβάλλω]] ή [[μνημονεύω]] ως [[μαρτυρία]], σε Πλάτ.· [[μνημονεύω]] ως [[παράδειγμα]], σε Ηρόδ.· [[μεταχειρίζομαι]] ως [[δικαιολογία]] ή [[πρόφαση]], σε Θουκ.· <i>προβέβληνται</i> (με Μέσ. [[σημασία]]), στον ίδ.<br /><b class="num">IV.</b>ως Αττ. [[νομικός]] όρος, [[προσάγω]] ή [[κατηγορώ]] κάποιον ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου με [[αγωγή]] που καλείται [[προβολή]] (βλ. [[προβολή]] IV)· <i>ὁ προβαλλόμενος</i>, ο [[κατήγορος]] μιας <i>προβολῆς</i>, σε Δημ. — Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-βάλλω voor... gooien naar voren werpen, voor... gooien, toewerpen: met acc. en dat. of prep..; Νότος Βορέῃ προβάλεσκε de zuidenwind wierp (het vlot) aan de noordenwind toe Od. 5.331; τρωγάλια τοῖς θεωμένοις de toeschouwers nootjes toewerpen Aristoph. Pl. 799; overdr. ongunstig blootstellen aan:. ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινὰς προβάλλων mijzelf blootstellend aan vreselijke vervloekingen Soph. OT 745; ( Νυμφαί ) αἷς με σὺ προύβαλες (de Nimfen) aan wie jij mij hebt overgeleverd Plat. Phaedr. 241e. met alleen acc..; κακὴν ἔριδα προβαλόντες een rampzalig gevecht voeren in de voorhoede Il. 11.529; κάρα προβάλλων... ὀχημάτων de voorkant van hun wagen voor de andere gooiend (de andere snijdend) Soph. El. 740; τὸν ἵππον ἄμφω τὰ δεξιὰ προβεβληκότα het paard dat met beide rechterbenen vooruit stapt Aristot. Poët. 1460b19; πρόβαλ ’ αὐτόν stuur hem naar voren Luc. 19.25; ook med..; οὐλοχύτας προβάλλεσθαι offergerst voor zich uitstrooien Il. 1.458; θεμείλιά τε προβάλοντο zij storten de funderingen ervoor (van een grafheuvel) Il. 23.255; τῇ δ ’ ἱστὸν στήσαιτο γυνὴ προβάλοιτό τε ἔργον moge de vrouw op die dag haar weefgetouw opstellen en haar werk voor zich neerzetten Hes. Op. 779; οὔκουν προβαλεῖ τὼ χεῖρε; wil je je handen wel eens uitsteken? Aristoph. Ran. 201; zonder acc., met gen., med. zich opwerpen boven, overtreffen:. ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην in inzicht overtref ik jou toch wel Il. 19.218. weggooien, prijsgeven:; προβάλλουσι δὲ σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου omdat ze onder de indruk van de voorspelde ramp de wanhoop ten prooi waren Hdt. 7.141.1; met pred. bep..; π. ἀκήδευτα τὰ σώματα de lichamen onbegraven op straat gooien Plut. Per. 28.2; ook med.. ἐν ᾗ με προυβάλου ἄφιλον waar je mij zonder vrienden hebt weggegooid Soph. Ph. 1017. overdr. toewerpen, opwerpen, voorleggen, voorhouden: met acc. en dat.. μοι τὴν θέμιν σὺ προὔβαλες jij hebt mij dit recht gegeven Soph. Tr. 810; ἕτερον αὖ σοι προβαλῶ τι δεξιόν ik zal je een ander slim voorstel doen Aristoph. Nub. 757; τοὔνομα τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῖν προβάλλει hij houdt jullie de naam vrede (als lokkertje) voor Dem. 9.8. met alleen acc..; χαλεπὴν προβέβληκας αἵρεσιν je hebt mij een moeilijke keuze voorgelegd Plat. Sph. 245b; ἀπορίαν ἣν... προβάλλουσί τινες de vraag die sommigen opwerpen Aristot. Pol. 1283b35; ook med. naar voren brengen:. οὔτε γὰρ ἔθνος... ἔχομεν προβαλέσθαι σοφίης πέρι er is namelijk geen enkel volk dat wij als voorbeeld van wijsheid kunnen aanwijzen Hdt. 4.46.1; τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα de hoop op succes voor ogen houdend Dem. 18.97. ervoor gooien (ter bescherming), meestal med. ter bescherming voor zich houden:; προβαλόμενοι τὰ ὅπλα met de wapens voor zich uit Xen. An. 1.2.17; προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους onder dekking van de gepantserden Xen. Cyr. 6.3.24; τὴν Εὔβοιαν προβαλέσθαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς Euboia als bescherming voor Attica gebruiken Dem. 18.301; τὸν Ὅμηρον δοκεῖ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι ik denk dat ik me moet verdedigen met (het gezag van) Homerus Plat. Lach. 201b; overdr. beschermen, dekken:; πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος hun beiden dekking gevend Xen. An. 4.2.21; met gen..; τούτου προβέβληται Πολύευκτος zijn beschermheer is Polyeuktes Dem. 21.139; abs..; προβάλλεσθαι... οὔτ ’ οἶδεν οὔτ ’ ἐθέλει hij kan of wil zich geen dekking geven Dem. 4.40; overdr..; προβεβλημένος voorzichtig Dem. 19.27; als excuus naar voren brengen:; Κύπριν προβάλλειν je achter Aphrodite verschuilen Eur. Hec. 825; ook med.. ἀπειρίαν... προβαλλομένους onervarenheid als excuus gebruiken Thuc. 2.87.3. med. naar voren schuiven, kandidaat stellen:; λῃτουργεῖν οὗτοι προυβάλλοντο zij bleven (mij) voorstellen als kandidaat voor staatsdienst And. 1.132; προυβάλλοντο αὐτόν zij schoven hem naar voren Xen. An. 6.1.25; π. ἑαυτόν zichzelf kandidaat stellen Dem. 21.15; ook pass.: ὁ Δηιόκης ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς... προβαλλόμενος Deïoces werd met nadruk door iedereen als kandidaat genoemd Hdt. 1.98.1. med. jur. voor de voeten werpen, aanklagen wegens: met dubb. acc..; τοῦτο γὰρ αὐτὸν ἐγὼ προυβαλόμην daarvoor heb ik hem aangeklaagd Dem. 21.28; pass..; προὐβλήθησαν δὲ καὶ ἄλλοι τέτταρες nog vier anderen werden is staat van beschuldiging gesteld Xen. Hell. 1.7.35; ὁ προβαλλόμενος de aanklager Dem. 21.179; uitbr. kritiseren. Plut. TG et CG 35(14).2.
}}
}}